Αthens Hilton Magazine, 2010
Του Νίκου Βατόπουλου
Οι παλιοί Αθηναίοι, έλεγαν, ότι όταν έμπαινες στου «Ζαχαράτου», το πιο δημοφιλές καφενείο στην καρδιά της πόλης, ζαλιζόσουν από τις ζωηρές συζητήσεις, το άρωμα του καφέ, τον καπνό του τσιγάρου, την αδιάκοπη κίνηση των σερβιτόρων. Ακόμη και τον χειμώνα, όταν ο καιρός ήταν καλός (όχι σπάνιο για μια πόλη σαν την Αθήνα), τα τραπεζάκια ξεχύνονταν πάνω στην πλατεία Συντάγματος, και ήταν όμορφο θέαμα να βλέπεις τις ρεπούμπλικες και τα καπέλα των κυριών να γυαλίζουν κάτω από τον αττικό ήλιο.
Για την Αθήνα, τα καφενεία της δεν ήταν απλώς ένας τόπος να πιεις τον καφέ σου και να δεις τους φίλους σου. Στα αναρίθμητα καφενεία της πόλης, μια παράλληλη ιστορία ξετυλιγόταν καθημερινά, ένας στρόβιλος πολιτικών συζητήσεων που συχνά κατέληγαν σε καυγάδες διασκεδάζοντας τους υπόλοιπους θαμώνες, έδιναν τον τόνο της κάθε ημέρας. Σε ένα καφενείο έβλεπε κανείς τον παλμό της καθημερινότητας, ένας βουλευτής μπορούσε να καταλάβει προς «τα πού πάει το πράγμα»... Κυβερνήσεις «έπεφταν» καθημερινά στα καφενεία και τα πολιτικά πάθη άναβαν, αλλά παράλληλα με τις ανδρικές, ως επί το πλείστον, θυελλώδεις συζητήσεις, για τα κόμματα, τους πολέμους, τον βασιλιά, τον Βενιζέλο και χίλια δύο ακόμη, ζούσε και ένας παράλληλος κόσμος, της γαλήνης και του στοχασμού. Αναρίθμητα ποιήματα και μελωδίες γράφτηκαν πάνω σε μια κασετίνα τσιγάρα σε κάποιο αθηναϊκό καφέ. Ηταν ωραίο να σκέφτεται κανείς ότι μπορεί να έπινε τον καφέ του την ίδια ώρα που δίπλα του ή πίσω, ένας ποιητής ή ένας συνθέτης ήταν χαμένος στις σκέψεις του.
Αυτή ήταν η Αθήνα των καφενείων. Μια ολόκληρη εποχή, ένας κόσμος οριστικά χαμένος, καθώς κανένα από τα μεγάλα, παλιά καφενεία του 19ου αιώνα δεν έχει επιζήσει. Αν θέλει κανείς να πιάσει μια γραμμή από το παρελθόν, θα πάει στου «Ζόναρ’ς», στην Πανεπιστημίου, αλλά το νέο ντεκόρ, όσο ωραίο κι αν είναι, δεν θυμίζει σε τίποτα την αρ ντεκό ατμόσφαιρα των περασμένων δεκαετιών.
Τα περισσότερα καφέ στην Αθήνα ήταν στον άξονα Συντάγματος – Ομονοίας, με πολλά από αυτά κατά μήκος των κεντρικών λεωφόρων Σταδίου και Πανεπιστημίου. Η Σταδίου ήταν παραδοσιακά ο εμπορικός δρόμος και εκεί γινόταν την περίοδο 1860-1920 ο κοινωνικός περίπατος των Αθηναίων, που συνδύαζαν ψώνια, καφέ και συναντήσεις. Η Πανεπιστημίου ήταν ο δρόμος των ευαγών ιδρυμάτων αλλά και πολυτελών κατοικιών. Κατά μήκος αυτών των δύο αρτηριών, πύκνωσαν σιγά-σιγά τα καφενεία σε μία ευρύτατη γκάμα πολυτέλειας και στυλ. Προς την Ομόνοια ήταν τα πιο λαϊκά, που συνδύαζαν το γαλακτοπωλείο και το παραδοσιακό καφενείο, αλλά υπήρχαν και πιο πολυτελή, όπως του Ζαχαράτου-Καπερώνη (1892) ή του Μπερνίτσα (1885). Στην Ομόνοια άνοιξε και το Νέον, που έμεινε στην ιστορία της Αθήνας από τους ζωγραφικούς πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη. Η προσπάθεια αναβίωσής του κράτησε για λίγο. Σήμερα, δεν υπάρχει.
Αλλά αυτό, που πραγματικά έκανε τα καφενεία της Αθήνας μοναδικά ήταν το γεγονός ότι σε ένα σχετικά μικρό ιστορικό κέντρο έβλεπε κανείς πλήθος επιρροών. Υπήρχαν τα πιο ευρωπαϊκά, με βιεννέζικες καρέκλες, βελούδινες λότζες, βενετσιάνικους καθρέπτες και καλά σκεύη όπως υπήρχαν και τα πιο βαλκανικά, με σιδερένια τραπεζάκια και φθηνές, ψάθινες καρέκλες. Συχνά, στους τοίχους έβλεπε κανείς λαϊκές λιθογραφίες, τα πορτρέτα της βασιλικής οικογενείας, μάχες από τους βαλκανικούς πολέμους, τη Γενοβέφα, την Κυρα-Φροσύνη ή τη Βεζυροπούλα, φιγουρίνια ή διαφημίσεις ευρωπαϊκών προϊόντων. Υπήρχαν τα καφενεία των επαρχιωτών με ονόματα από τις μικρές, ιδιαίτερες πατρίδες, όπως υπήρχαν και τα καφενεία που είχαν ανοίξει ομογενείς από την Πόλη, την Αίγυπτο, τον Δούναβη, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ. Ο αμερικάνικος καφές στο «Πέτρογκραντ» της οδού Σταδίου, όπου δέσποζε ο μεγάλος, χάλκινος percolator ήταν μια καινοτομία.
Ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αθήνα είχε μία κοινωνική συνοχή παρά τον κλυδωνισμό που είχε υποστεί η πόλη με την εισροή χιλιάδων προσφύγων από εδάφη της Τουρκίας μετά το 1922. Εως το 1915-6, πριν δηλαδή, η Ελλάδα εισέλθει στον Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό της Entente, η μικρή αθηναϊκή κοινωνία αναπτυσσόταν στην περιοχή γύρω από τα Ανάκτορα. Στην ιστορία της Αθήνας έχουν μείνει αξέχαστα τα θρυλικά «Δαρδανέλια», τα κοσμικά στενά στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου (κοντά στη Βασ. Σοφίας), όπου υπήρχαν αντικριστά τα δύο αντίζηλα κοσμικά καφέ, του «Ντορέ» και του «Γιαννάκη». Οποιος περπατούσε ανάμεσα, ήταν προετοιμασμένος να δεχθεί τα εξονυχιστικά βλέμματα και από τις δύο «όχθες» με τα ανάλογα σχόλια. Ολοι γνώριζαν όλους, εκείνα τα χρόνια.
Στη δεκαετία του 1930, η Αθήνα αναπτύσσεται γοργά και μαζί φουντώνουν πολλά ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ρεύματα. Μαζί με τους πολιτικάντηδες καφενόβιους, μια ολόκληρη νέα γενιά διανοουμένων, κυρίως ευρωπαϊστών, μαζευόταν σε καφενεία σχηματίζοντας θρυλικές παρέες. Το καφενεδάκι της Δεξαμενής, γνωστό από τις αρχές του 20ού αιώνα όταν σύχναζε εκεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και πολλοί ποιητές της αθηναϊκής σχολής, ζούσε μέρες μεγάλης ζήτησης. Ηταν ένα καφέ σε μια κατηφορια μιας όμορφης πλατείας, με τραπεζάκια κάτω από δέντρα. Οσο ανοικτό στο φως ήταν το καφενεδάκι της Δεξαμενής, τόσο κλειστό αλλά πολύ ατμοσφαιρκό ήταν το πατάρι του Λουμίδη, στη Σταδίου, που άνοιξε λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για τους Ελληνες, πολλές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής μετά το 1950 συνδέονται με ιστορικά καφέ. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο νομπελίστας ποιητής και ο Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής, σύχναζαν στου Λουμίδη και στου Απότσου. Ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είχε στέκι το θρυλικό «Βυζάντιο» πάνω στην παλτεία Κολωνακίου, όπου σύχναζαν πολλοί ποιητές και ζωγράφοι. Αυτοί οι μικροί σπινθήρες κοινωνικής και πνευματικής ζωής στην Αθήνα είχαν πάντα ως επίκεντρο ένα καφενείο. Ατυχώς, τα περισσότερα έκλεισαν και πολλά από τα κτίρια όπυ στεγάζονταν κατεδαφίστηκαν κυρίως την περίοδο 1955-70, εποχή κατά την οποία η Αθήνα έχασε πολλά ιστορικά κτίρια αλλά κέρδισε σε υλικές ανέσεις.
Σήμερα, ονόματα καφενείων που σφράγισαν το ύφος και τη ζωή της παλιάς Αθήνας είναι περίπου άγνωστα στις νεότερες γενιές. Ο «Ζαβορίτης» (στο Σύνταγμα), η «Αστόρια» (στα Χαυτεία), ο «Τσίτας», το «Ρωσικόν», το «Πανελλήνιον», τα «Ηνωμένα Βουστάσια» και το «Πέτροκραντ» στην Πανεπιστημίου, ο «Ορφανίδης» (Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου) και πλήθος ακόμη χάνονται στη θολή μνήμη. Αλλά πολλά από τα νεότερα, ακόμη κι αν έχουν κλείσει, είναι ζωντανά κομμάτια της μνήμης της πόλης. Παράδειγμα το καφέ-ζαχαροπλαστείο του Φλόκα στην οδό Πανεπιστημίου, δίπλα στου «Ζόναρ’ς», που υπάρχει ακόμη ανανεωμένο. Μαζί σχημάτιζαν ένα ισχυρό κοσμικό δίδυμο, όπου σύχναζε όλη η Αθήνα και πολλοί τουρίστες. Η ακμή τους ήταν η εικοσαετία 1950-1970, όταν τα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου σε εκείνο το σημείο ξεχείλιζαν από ζωή και ωραίες παρουσίες.
Θρυλικό ήταν και το «Μπραζίλιαν» (έχει ανοίξει πάλι στην οδό Βαλαωρίτου). Βρισκόταν ως τα πρόσφατα χρόνια στην οδό Βουκουρεστίου και ξεχώριζε για τα προϊόντα του αλλά και τις μαυρόασπρες φωτογραφίες ηθοποιών και πολιτικών καδραρισμένες στους τοίχους. Ενα ακόμη «Μπραζίλιαν» λειτοργούσε λίγο πιο κάτω, στη Στοά Καλλιγά, όπου το άρωμα του καφέ σε οδηγούσε κατευθείαν στο σωστό σημείο.
Ηταν η εποχή, εκεί γύρω στο 1960, που η Αθήνα ήταν μία πόλη της μόδας. Η Ελλάδα είχε μπει στο διεθνές κανάλι του τουρισμού και υπήρχε μεγάλη αισιοδοξία και οικονοική ανάπτυξη. Τα καφέ, όλα κοσμοπολίτικα, εισήγαγαν διαρκώς νέα είδη γλυκών και ροφημάτων και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι τα χρόνια εκείνα η Αθήνα είχε τη δική της «Βία Βένετο».
Παρότι ελάχιστα σημεία θυμίζουν την Αθήνα έστω και την προ 40 ετών, πόσω μάλλον την πόλη του 19ου αιώνα, η κουλτούρα του καφέ είναι στην Αθήνα πιο δυνατή παρά ποτέ. Τα εκατοντάδες καφέ που έχουν ανοίξει στην πόλη τα τελευταία 15-20 χρόνια της δίνουν ένα πολύ ζωντανό στοιχείο στον χαρακτήρα της και επιπλέον δείχνουν ότι αυτή η παράδοση έχει ρίζες στην πόλη. Προσωπικά, μου λείπουν τα παλιά καφενεία με τις ψηλοτάβανες αίθουσες, τα ζωγραφιστά ταβάνια, τις παλιές λιθογραφίες στους τοίχους και τα κοκκινόμαυρα πλακάκια στο δάπεδο. Θα ήθελα να υπήρχαν δύο ή τρία από την Αθήνα του Χαρίλαου Τρικούπη και του Γεωργίου του Α’, όταν η πόλη εκσυγχρονιζόταν γοργά και υιοθετούσε έναν ευρωπαίκό, αστικό τρόπο ζωής.
Αλλά και πάλι, με παρηγορεί ότι η Αθήνα είναι μια πόλη διαρκώς σε κίνηση. Νέες γενιές Αθηναίων ανασκαλεύουν την ιστορία της πόλης και ζουν πλέον με μεγαλύτερη συναίσθηση για ό,τι προϋπήρχε και γι’ αυτό που θα έρθει. Αν σήμερα, η Αθήνα δεν έχει τα καφέ της Βιέννης ή του Παρισιού, παρότι είχε τα αντίστοιχα πολύ ωραία δικά της, αυτό δεν με πτοεί. Ξέρω ότι μπορώ να απολαύσω το καφέ μου σε καινούργια, ατμοσφαιρικά καφέ που σιγά-σιγά δημιουργούν και αυτά την ιστορία της πόλης. Είναι η κληρονομιά του αύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου