Μισός αιώνας αργότερα, μεταμέλεια και προοπτική
Ελληνο-τουρκικές προσεγγίσεις μέσα από τη μεγάλη οθόνη και η ανάγκη για μια γλώσσα αληθείας
Του Νίκου Βατόπουλου
Περπατώντας σήμερα στην οδό Ιστικλάλ στο Ταξίμ της Πόλης, μπορεί κανείς να νιώσει πώς θα ήταν η ατμόσφαιρα του δρόμου πριν από 60 χρόνια. Στον μεσοπόλεμο πάντως, τα ελληνικά και τα γαλλικά, ακόμη και τα ιταλικά ή τα γερμανικά, ακούγονταν σε κάθε γωνία. Ακόμη και σήμερα βλέπει κανείς ελληνικά ονόματα χαραγμένα στα αρ νουβώ και ρομαντικά κτίρια της Ιστικλάλ και της ευρύτερης περιοχής του Πέρα, όπου πολλοί Ρωμηοί και άλλοι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες τα είχαν σχεδιάσει και τα είχαν δει να ανυψώνονται.
Αποκτά άλλο νόημα όταν κάνεις τον ίδιο περίπατο, σήμερα, συντροφιά με κάποιον φίλο Τούρκο. Θα περπατήσει δίπλα σου και μαζί θα σηκώσετε το βλέμμα σε όλη τη διαδρομή από το Ταξίμ ως το Τούνελ κατά μήκος της Ιστικλάλ και θα παρατηρήσετε τη «δόξα» που ήταν κάποτε η «Ισταμπούλ». Δεν υπάρχει περίπτωση να συνομιλήσετε με οποιονδήποτε μορφωμένο μεσοαστό Τούρκο και να μην αποσπάσετε καποια δήλωση νοσταλγίας για τον «καιρό των Ρωμηών» και των «ξένων».
«Πολίτικη Κουζίνα»
Επρεπε φυσικά να περάσουν δεκαετίες ώστε το εκατέρωθεν τραύμα των Σεπτεμβριανών να χωνευτεί και με την απαραίτητη ζύμωση να βγει προς τα έξω είτε ως μαρτυρία είτε ως μεταμέλεια είτε ως δημιουργία. Τα Σεπτεμβριανά είναι ιστορικά ακόμη νωπά καθώς πολλοί μάρτυρες των γεγονότων είναι εν ζωή. Η δεκαετία του ΄50 είναι μακρινή, αφού μας χωρίζει περισσότερο από μισός αιώνας, ταυτόχρονα, όμως είναι απτή, είναι η νιότη των γονιών πολλών από εμάς.
Η δύναμη του κινηματογράφου έχει μεταφέρει αυτή την αμηχανία απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν πολλές φορές, αλλά στην περίπτωση των Σεπτεμβριανών αυτό συνέβη με μικρή χρονική διαφορά στην Ελλάδα και στην Τουρκία στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα. Ενας κύκλος έκλεινε και ένας άλλος άνοιγε. Η γενιά των 40άρηδων έδειχνε να είναι πιο ώριμη και πιο τολμηρή να διαχειριστεί ένα «τραύμα» και να παίξει με τις έννοιες θύματος και θύτη όπως και να αγγίξει ζητήματα κρατικής και παρα-κρατικής προπαγάνδας με ένα τρόπο πιο ευθύ.
Η «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη έκανε τη μεγάλη τομή το 2003 και πέρασε τα σύνορα. Σαν μια τοιχογραφία και ψυχογράφημα μαζί, η «Πολίτικη Κουζίνα» με την εξαιρετική μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και τις άρτιες ερμηνείες, ήταν ένα ξεδίπλωμα της βαθιάς «ρωμέικης» ψυχής και ταυτόχρονα ένας υποκωφος ύμνος στην Κωνσταντινούπολη, πέρα από εθνικές ταυτότητες. Αγαπήθηκε η ταινία και εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί.
«Πληγές του Φθινοπώρου»
Σκέφτομαι πόσο να επηρρέασε το ξέσπασμα της ελληνο-τουρκικής φιλίας μετά τους σεισμούς του 1999, όλη αυτήν την εκατέρωθεν αναμόχλευση της πρόσφατης ιστορίας. Ισως να επιτάχυνε ή να διευκόλυνε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις. Ισως πάλι να προκάλεσε μία βαθύτερη ανάγκη κάθαρσης να έρθει στην επιφάνεια. Η περίπτωση της Τουρκάλας σκηνοθέτιδας Τομρίς Γκιρτλίογλου είναι χαρακτηριστική. Δημιουργός της ταινίας «Πληγές του Φθινοπώρου» (2006), η Γκιρτλίογλου συνέθεσε και οπτικοποίησε ένα ερωτικό δράμα ανάμεσα σε ένα Τούρκο και μία Ρωμηά, με πολλά στοιχεία μελό σε ένα πρώτο επίπεδο. Αλλά, η ταινία έσκαψε βαθιά και στην Τουρκία έκανε θραύση. Εκοψε εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια και επανέφερε στην ατζέντα το θέμα των Σεπτεμβριανών ενώπιον ενός νέου πλέον κοινού. Η παρουσίαση ενός θέματος, που έως πρότινος ανήκε στα εθνικά ταμπού στην Τουρκία σε ένα νέο ακροατήριο, που περιελάμβανε πλέον και τη νέα αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης που ψυχολογικά αισθάνεται κοντά στην Ευρώπη, ήταν μία τομή όχι μόνο για την Τουρκία αλλά φυσικά και για την Ελλάδα.
Η ταινία «Πληγές του Φθινοπώρου» βασίστηκε στο μυθιστόρημα του λογοτέχνη και πολιτικού Γιλμάζ Καρακογιουνλού, γραμμένο τη δεκαετία του 1990, πρωτοποριακό δηλαδή ως θεματολογία για μια εποχή ανέτοιμη, ίσως, να δεχθεί μία τέτοια προσέγγιση (ο συγγραφέας ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Σεπτεμβριανών). Παρότι λογοτεχνικά και κινηματογραφικά, οι «Πληγές του Φθινοπώρου» δεν θα μείνουν κλασικά έργα (όπως επέτυχε η «Πολίτικη Κουζίνα» που διευρύνει την αισθαντική και φιλοσοφημένη ματιά της πέρα από τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία που διαχειρίζεται) αποτελούν αντικείμενα ενδιαφέροντος και μελέτης διότι η κοινωνική τους επίδραση ήταν σύνθετη και ενδιαφέρουσα.
Η νέα κοινωνία
Για τον μέσο Τούρκο που επιθυμεί να δει την πατρίδα του να προοδεύει και να λύνει κόμπους του παρελθόντος, το θέμα της εξόδου των αστικών μη – μουσουλμανικών τάξεων από τη χώρα είναι ζήτημα σύνθετο όσο και τραυματικό. Η παρουσία των Ρωμηών και των λοιπών μη-τουρκικών κοινοτήτων αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό για να κατανοήσει κανείς την παλιά (και την όχι και τόσο παλιά) Κωνσταντινινούπολη και χιλιάδες σύγχρονοι Τούρκοι έχουν ακούσει διηγήσεις από τους γονείς και τους παππούδες τους. Υπάρχει ένα κενό. Οχι μνήμης αλλά εξέλιξης. Η σημερινή Κωνσταντινούπόλη με τα πολλά εκατομμύρια κατοίκους και τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες είναι ένα αστικό μόρφωμα που δεν έχει καμία σχέση με την Πόλη του 1955. Παρομοίως και η Αθήνα. Η ταχύτατη αυτή εξέλιξη στην τουρκική κοινωνία και παρά την μεγάλη πρόοδο της αστικής τάξης (αλλά ίσως και εξ αιτίας αυτής) έχει δημιουργήσει συναισθηματικό «χώρο» για να καλλιεργηθεί η νοσταλγία (και η μεταμέλεια) για την έξοδο των Ρωμηών, όταν η Πόλη κατά τους Τούρκους ήταν πιο «κοσμοπολίτικη», όταν η Πόλη ήταν περισσότερο «Πόλη». Δύσκολο να αποφασίσει κανείς για τις αποχρώσεις μίας τός προσωπικής και οπωσδήποτε ρευστής τοποθέτησης. Είναι ασφαλές όμως να ειπωθεί ότι ο κινηματογράφος, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην Ιστορία, συνέβαλε πολύ σημαντικά στο ξεπέρασμα ενός ταμπού.
Είναι σαν να έφυγε ένα βάρος από τα στήθη, αφού το «μυστικό» ειπώθηκε με λόγια και εικόνες. Ασχετο αν πολλά μένουν απέξω. Σημασία έχει ότι έγινε η αρχή και νέες γενιές έρχονται με ανοικτά ερωτήματα. Η λήθη δεν είναι οδηγός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου