ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11-09-10
Εκπαιδευτικοί του παρελθόντος που σημάδεψαν την ψυχή των μαθητών τους τιμώνται στους τόπους όπους δίδαξαν
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Θα υπήρξαν και άλλες δασκάλες σαν τη Ζωή Διαούρτα, αλλά σε εκείνη θέλω να αναφερθώ. Δεν την είχα γνωρίσει. Και, ατυχώς, δεν είχα γνώση της παρουσίας της έως πρόσφατα που πληροφορήθηκα ότι την τιμούν στο χωριό όπου δίδαξε κοντά 40 χρόνια. Είναι εκείνη όμως που με παρακινεί, χρόνια μετά τον θάνατό της, να γράψω δυο λόγια για τους αγαπημένους δασκάλους. Είναι ένας πολλά οφειλόμενος φόρος τιμής για μία ειδική, ξεχασμένη και εν πολλοίς παραγνωρισμένη «στόφα» ανθρώπων, που έκανε κάτι πολύ απλό όσο και μεγαλειώδες: έμαθε στα παιδιά γράμματα και δίδαξε ήθος.
Στην εποχή που η Ζωή Διαούρτα και τόσοι ακόμη δίδασκαν με το αίμα της ψυχής τους τα παιδιά, ο όρος «δια βίου μάθηση» ήταν άγνωστος. Αγνωστα ήταν τα μόρια και οι διεκδικήσεις. Η ζωή ήταν φυσικά πιο απλή, είχε πιο πολύ χώρο για τη γλύκα αλλά και τη σκληράδα της καθημερινότητας. Υπήρχε χρόνος. Και η αγωνία δεν ήταν «να καλυφθεί η ύλη», αλλά «να ανοίξει το μυαλό» και «να αεριστεί η καρδιά».
Η Ζωή Διαούρτα, που αν ζούσε θα ήταν σήμερα μία κυρία 109 ετών, διορίστηκε στην Αγία Ευθυμία της Φωκίδας το ηρωικόν έτος 1925. Αν και όχι Αθηναία, είχε αποφοιτήσει από το Αρσάκειο, έφθασε στο χωριό ως Ζωή Μπουκαούρη και εκεί παντρεύτηκε τον Ευθύμιο Κ. Διαούρτα. Εχοντας μια γερή βάση παιδείας, έμεινε στο χωριό και δίδαξε δύο γενιές. Από τον Αύγουστο που μας πέρασε, η προτομή της κοσμεί την Αγία Ευθυμία στη Φωκίδα, ένα χωριό με μεγάλη πνευματική παράδοση (εκεί γεννήθηκε ο Γιάννης Σκαρίμπας) και αίσθηση του χρέους. Εργο του γλύπτη Θύμιου Πανουργιά, η ορειχάλκινη προτομή, μια ιδέα του Συλλόγου Αγιοευθυμιωτών, δροσίζεται από τον αέρα του Παρνασσού, είναι ένα σύμβολο, μία πράξη ευγνωμοσύνης.
Οπως λένε οι άνθρωποι που τη θυμούνται, η δασκάλα Ζωή Διαούρτα «ήταν αυτή που άνοιξε τα μάτια στη ζωή και έδειξε τον δρόμο για την επιτυχία και την προκοπή σε πολλά παιδιά εκείνης της εποχής». Ηταν μία ακόμη «μάνα».
Η περίπτωσή της, που εγγράφεται πλέον συμβολικά στο σώμα της εκπαιδευτικής μας ιστορίας, φέρνει στο νου πολλούς δασκάλους της παλιάς εποχής. Θυμάμαι με πόση συγκίνηση έπεσα τυχαία στην προτομή του δασκάλου Παναγιώτη Καλλίερου (1861-1937) στο παλιό σχολείο της Παροικιάς στην Πάρο. Στη μαρμάρινη στήλη με την ένδειξη «Ο καλός μας δάσκαλος» μπορούσε κανείς να διαβάσει: «Και τον βίον αδιάβλητος και τοις τρόποις ανεπίληπτος και ταις εμπερίαις άριστος». Ολα αυτά, ένας δάσκαλος. Το 1890, το 1910, το 1930, το 1950. Σήμερα...
Πρότυπα ζωής
Εχω συναντήσει πολλούς αγνούς δασκάλους, αφοσιωμένους μαχητές, ανιδιοτελώς δοσμένους στη διδασκαλία. Σύγχρονοι άνθρωποι, με λίγες υλικές ανάγκες. Πάντα τους θαυμάζω. Είναι βέβαιο ότι σε καμία Αγία Ευθυμία, σε καμία Παροικιά του μέλλοντος δεν θα ανεγερθεί η προτομή τους, γιατί η δική μας εποχή τους αφανείς ήρωες τους καταπίνει. Αλλά, ας είναι παρηγοριά ότι όσοι σύγχρονοι δάσκαλοι συνεχίζουν σε μία πορεία ανιδοτέλειας και πνευματικότητας, να είναι βέβαιοι ότι θα αφήσουν το ίχνος τους σε κάποια αγνή ψυχή. Μαθητές και μαθήτριες που θα τους θυμούνται ώς το τέλος της ζωής τους.
Πριν από χρόνια ένας αθηναιολάτρης, ο αείμνηστος χημικός Ιωάννης Δ. Κανδύλης (γεννηθείς στα τέλη του 19ου αιώνα) μού είχε αποστείλει το εικονογραφημένο του άρθρο σε ανάτυπο με τίτλο «Ο δάσκαλος Βασίλειος Καμπάνης και το Σχολείο του στην Πλάκα». «Σχολείο» ήταν το τότε το 2ο Δημοτικό Σχολείο (σήμερα 74ο) στην οδό Αδριανού, που οι «παλιοί» το ήξεραν ως το «σχολείο του Καμπάνη». Τόσο αγαπητός και δημοφιλής ήταν ο Βασίλειος Καμπάνης (1876 - 1942) που έμεινε θρύλος στην παλιά Αθήνα. Μέσα στις φυλλωσιές του κήπου στο νεοκλασικό σχολείο μπορεί να δει κανείς και σήμερα την προτομή του αγαπημένου δασκάλου, έργο του γλύπτη Νίκου Περαντινού, Παριανός και αυτός όπως και ο Καμπάνης. Χρόνια μετά, νεώτερος κρίκος στην αλυσίδα των αξιομνημόνευτων εκπαιδευτικών είναι η προτομή της Ζωής Διαούρτα στην όμορφη Αγία Ευθυμία.
Συζητήσεις με φίλους και γνωστούς για το θέμα των «δασκάλων» έφεραν στο φως αναρίθμητες ιστορίες φωτισμένων παιδαγωγών, οι περισσότεροι όχι πλέον στη ζωή. Σε μικρά χωριά, σε μακρινές από αστικά κέντρα περιοχές, σε εποχές χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και λουτρό στο σπίτι, δάσκαλοι και δασκάλες δούλευαν αφοσιωμένοι. Σκέφτεται κανείς ότι αυτή η εξιδανίκευση, με όλους τους κινδύνους της εξ αποστάσεως υπερβολής, αποκρύπτει μία τεράστια ανάγκη ηθικών προτύπων. Αν σκεφθεί κανείς ότι η Ζωή Διαούρτα -και όλοι οι άλλοι δάσκαλοι σαν εκείνη- δούλευε στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας σε όλη της διάρκεια της δεκαετίας του 1940, τα δικά μας θέματα, χωρίς διάθεση υποτίμησης, είναι απλώς «προβλήματα προς επίλυση».
Τώρα που ανοίγουν τα σχολεία, ας θυμηθούμε εκείνους τους δασκάλους που μας σημάδεψαν. Ανάμεσά μας υπάρχουν και πολλοί νέοι. Αυτοί είναι οι ήρωές μου.
Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010
Οι κάτοικοι της Πατησίων ζητούν βοήθεια
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11-09-10
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Για πολλούς νέους ανθρώπους αποτελεί «αστικό μύθο» το γεγονός ότι η οδός Πατησίων ήταν «βιτρίνα» της αστικής τάξης, έως τα πρόσφατα χρόνια. Σε ποιον 20άρη να πεις ότι η ακτίνα γύρω από την οδό Τοσίτσα -όχι πολύ παλιά- ήταν κάτι σαν το «Κολωνάκι» όπως νοείται σήμερα. Αλλά, πέρα από την κατάντια όλου του άξονα της Πατησίων από το Μουσείο ώς το τέρμα του, αυτό που πιο πολύ ενοχλεί είναι το «υπήρξε», το «ήταν» και το «τότε».
Αυτό το «τότε», που θάμπωσε και γλίστρησε στον αθηναϊκό χρόνο, ανυπεράσπιστο, σαν η απώλειά του να ήταν απόλυτα λογική και νομοτελειακή, δεν μπορεί να έχει αφεθεί μόνο στη δύναμη της συναισθηματικής νοσταλγίας. Διότι, όσο ισχυρή και αν είναι η επίδρασή της, η απώλεια του μεγαλύτερου γεωγραφικού διαμερίσματος που ήταν έως πρόσφατα συμπαγώς μεσοαστικό είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Το βλέπουμε ολόγυρα όχι μόνο στην αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης και στην αποδυνάμωση της αγοράς, αλλά και στην ανάπτυξη αμυντικών και επιθετικών συμπεριφορών, συχνά με ακραίες εκδηλώσεις.
Είναι εντυπωσιακό να γίνεται κανείς μάρτυρας της μεταβολής της κοινωνικής συμπεριφοράς ακόμη και φιλήσυχων πολιτών, όταν η μαγική ισορροπία μεταξύ επιθυμητής τάξης και φυσικής ανομίας διαταραχθεί επικίνδυνα. Αυτό έχει συμβεί στην Πατησίων και όχι μόνο στην οδό Τοσίτσα, που είναι πλέον «σοκαριστική», αλλά και στην πλατεία Αμερικής. Μία κάτοικος κατήγγειλε προ ημερών ότι στην επιφάνεια της πλατείας κάνουν την μπουγάδα τους αλλοδαποί μετανάστες. Πέραν της εικόνας που φέρνει κανείς στο νου (απίστευτη, αν σκεφτεί κανείς ότι η πλατεία Αμερικής ήταν μία από τις πιο «μπουρζουά» περιοχές της Αθήνας), εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η απώλεια της ψυχραιμίας είναι κάτι που θα πρέπει σύντομα να αντιμετωπίσουμε. Η καταγγελία δηλώνει αγανάκτηση και απόγνωση και υπονοεί ότι εφόσον ο δήμος, τα υπουργεία και η αστυνομία δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, τον «νόμο» θα πάρουν στα χέρια οι «παλιοί» Αθηναίοι.
Υπάρχει ένας εν δυνάμει κοινωνικός αναβρασμός που μπορεί να οδηγήσει σε έκρηξη. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ενώ το πρόβλημα έχει διαγνωστεί, τα «μέτρα» δεν παίρνονται. Θα κληθούμε όλοι να πληρώσουμε.
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Για πολλούς νέους ανθρώπους αποτελεί «αστικό μύθο» το γεγονός ότι η οδός Πατησίων ήταν «βιτρίνα» της αστικής τάξης, έως τα πρόσφατα χρόνια. Σε ποιον 20άρη να πεις ότι η ακτίνα γύρω από την οδό Τοσίτσα -όχι πολύ παλιά- ήταν κάτι σαν το «Κολωνάκι» όπως νοείται σήμερα. Αλλά, πέρα από την κατάντια όλου του άξονα της Πατησίων από το Μουσείο ώς το τέρμα του, αυτό που πιο πολύ ενοχλεί είναι το «υπήρξε», το «ήταν» και το «τότε».
Αυτό το «τότε», που θάμπωσε και γλίστρησε στον αθηναϊκό χρόνο, ανυπεράσπιστο, σαν η απώλειά του να ήταν απόλυτα λογική και νομοτελειακή, δεν μπορεί να έχει αφεθεί μόνο στη δύναμη της συναισθηματικής νοσταλγίας. Διότι, όσο ισχυρή και αν είναι η επίδρασή της, η απώλεια του μεγαλύτερου γεωγραφικού διαμερίσματος που ήταν έως πρόσφατα συμπαγώς μεσοαστικό είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Το βλέπουμε ολόγυρα όχι μόνο στην αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης και στην αποδυνάμωση της αγοράς, αλλά και στην ανάπτυξη αμυντικών και επιθετικών συμπεριφορών, συχνά με ακραίες εκδηλώσεις.
Είναι εντυπωσιακό να γίνεται κανείς μάρτυρας της μεταβολής της κοινωνικής συμπεριφοράς ακόμη και φιλήσυχων πολιτών, όταν η μαγική ισορροπία μεταξύ επιθυμητής τάξης και φυσικής ανομίας διαταραχθεί επικίνδυνα. Αυτό έχει συμβεί στην Πατησίων και όχι μόνο στην οδό Τοσίτσα, που είναι πλέον «σοκαριστική», αλλά και στην πλατεία Αμερικής. Μία κάτοικος κατήγγειλε προ ημερών ότι στην επιφάνεια της πλατείας κάνουν την μπουγάδα τους αλλοδαποί μετανάστες. Πέραν της εικόνας που φέρνει κανείς στο νου (απίστευτη, αν σκεφτεί κανείς ότι η πλατεία Αμερικής ήταν μία από τις πιο «μπουρζουά» περιοχές της Αθήνας), εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η απώλεια της ψυχραιμίας είναι κάτι που θα πρέπει σύντομα να αντιμετωπίσουμε. Η καταγγελία δηλώνει αγανάκτηση και απόγνωση και υπονοεί ότι εφόσον ο δήμος, τα υπουργεία και η αστυνομία δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, τον «νόμο» θα πάρουν στα χέρια οι «παλιοί» Αθηναίοι.
Υπάρχει ένας εν δυνάμει κοινωνικός αναβρασμός που μπορεί να οδηγήσει σε έκρηξη. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ενώ το πρόβλημα έχει διαγνωστεί, τα «μέτρα» δεν παίρνονται. Θα κληθούμε όλοι να πληρώσουμε.
Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Αthens Hilton Magazine, 2010
Του Νίκου Βατόπουλου
Οι παλιοί Αθηναίοι, έλεγαν, ότι όταν έμπαινες στου «Ζαχαράτου», το πιο δημοφιλές καφενείο στην καρδιά της πόλης, ζαλιζόσουν από τις ζωηρές συζητήσεις, το άρωμα του καφέ, τον καπνό του τσιγάρου, την αδιάκοπη κίνηση των σερβιτόρων. Ακόμη και τον χειμώνα, όταν ο καιρός ήταν καλός (όχι σπάνιο για μια πόλη σαν την Αθήνα), τα τραπεζάκια ξεχύνονταν πάνω στην πλατεία Συντάγματος, και ήταν όμορφο θέαμα να βλέπεις τις ρεπούμπλικες και τα καπέλα των κυριών να γυαλίζουν κάτω από τον αττικό ήλιο.
Για την Αθήνα, τα καφενεία της δεν ήταν απλώς ένας τόπος να πιεις τον καφέ σου και να δεις τους φίλους σου. Στα αναρίθμητα καφενεία της πόλης, μια παράλληλη ιστορία ξετυλιγόταν καθημερινά, ένας στρόβιλος πολιτικών συζητήσεων που συχνά κατέληγαν σε καυγάδες διασκεδάζοντας τους υπόλοιπους θαμώνες, έδιναν τον τόνο της κάθε ημέρας. Σε ένα καφενείο έβλεπε κανείς τον παλμό της καθημερινότητας, ένας βουλευτής μπορούσε να καταλάβει προς «τα πού πάει το πράγμα»... Κυβερνήσεις «έπεφταν» καθημερινά στα καφενεία και τα πολιτικά πάθη άναβαν, αλλά παράλληλα με τις ανδρικές, ως επί το πλείστον, θυελλώδεις συζητήσεις, για τα κόμματα, τους πολέμους, τον βασιλιά, τον Βενιζέλο και χίλια δύο ακόμη, ζούσε και ένας παράλληλος κόσμος, της γαλήνης και του στοχασμού. Αναρίθμητα ποιήματα και μελωδίες γράφτηκαν πάνω σε μια κασετίνα τσιγάρα σε κάποιο αθηναϊκό καφέ. Ηταν ωραίο να σκέφτεται κανείς ότι μπορεί να έπινε τον καφέ του την ίδια ώρα που δίπλα του ή πίσω, ένας ποιητής ή ένας συνθέτης ήταν χαμένος στις σκέψεις του.
Αυτή ήταν η Αθήνα των καφενείων. Μια ολόκληρη εποχή, ένας κόσμος οριστικά χαμένος, καθώς κανένα από τα μεγάλα, παλιά καφενεία του 19ου αιώνα δεν έχει επιζήσει. Αν θέλει κανείς να πιάσει μια γραμμή από το παρελθόν, θα πάει στου «Ζόναρ’ς», στην Πανεπιστημίου, αλλά το νέο ντεκόρ, όσο ωραίο κι αν είναι, δεν θυμίζει σε τίποτα την αρ ντεκό ατμόσφαιρα των περασμένων δεκαετιών.
Τα περισσότερα καφέ στην Αθήνα ήταν στον άξονα Συντάγματος – Ομονοίας, με πολλά από αυτά κατά μήκος των κεντρικών λεωφόρων Σταδίου και Πανεπιστημίου. Η Σταδίου ήταν παραδοσιακά ο εμπορικός δρόμος και εκεί γινόταν την περίοδο 1860-1920 ο κοινωνικός περίπατος των Αθηναίων, που συνδύαζαν ψώνια, καφέ και συναντήσεις. Η Πανεπιστημίου ήταν ο δρόμος των ευαγών ιδρυμάτων αλλά και πολυτελών κατοικιών. Κατά μήκος αυτών των δύο αρτηριών, πύκνωσαν σιγά-σιγά τα καφενεία σε μία ευρύτατη γκάμα πολυτέλειας και στυλ. Προς την Ομόνοια ήταν τα πιο λαϊκά, που συνδύαζαν το γαλακτοπωλείο και το παραδοσιακό καφενείο, αλλά υπήρχαν και πιο πολυτελή, όπως του Ζαχαράτου-Καπερώνη (1892) ή του Μπερνίτσα (1885). Στην Ομόνοια άνοιξε και το Νέον, που έμεινε στην ιστορία της Αθήνας από τους ζωγραφικούς πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη. Η προσπάθεια αναβίωσής του κράτησε για λίγο. Σήμερα, δεν υπάρχει.
Αλλά αυτό, που πραγματικά έκανε τα καφενεία της Αθήνας μοναδικά ήταν το γεγονός ότι σε ένα σχετικά μικρό ιστορικό κέντρο έβλεπε κανείς πλήθος επιρροών. Υπήρχαν τα πιο ευρωπαϊκά, με βιεννέζικες καρέκλες, βελούδινες λότζες, βενετσιάνικους καθρέπτες και καλά σκεύη όπως υπήρχαν και τα πιο βαλκανικά, με σιδερένια τραπεζάκια και φθηνές, ψάθινες καρέκλες. Συχνά, στους τοίχους έβλεπε κανείς λαϊκές λιθογραφίες, τα πορτρέτα της βασιλικής οικογενείας, μάχες από τους βαλκανικούς πολέμους, τη Γενοβέφα, την Κυρα-Φροσύνη ή τη Βεζυροπούλα, φιγουρίνια ή διαφημίσεις ευρωπαϊκών προϊόντων. Υπήρχαν τα καφενεία των επαρχιωτών με ονόματα από τις μικρές, ιδιαίτερες πατρίδες, όπως υπήρχαν και τα καφενεία που είχαν ανοίξει ομογενείς από την Πόλη, την Αίγυπτο, τον Δούναβη, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ. Ο αμερικάνικος καφές στο «Πέτρογκραντ» της οδού Σταδίου, όπου δέσποζε ο μεγάλος, χάλκινος percolator ήταν μια καινοτομία.
Ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αθήνα είχε μία κοινωνική συνοχή παρά τον κλυδωνισμό που είχε υποστεί η πόλη με την εισροή χιλιάδων προσφύγων από εδάφη της Τουρκίας μετά το 1922. Εως το 1915-6, πριν δηλαδή, η Ελλάδα εισέλθει στον Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό της Entente, η μικρή αθηναϊκή κοινωνία αναπτυσσόταν στην περιοχή γύρω από τα Ανάκτορα. Στην ιστορία της Αθήνας έχουν μείνει αξέχαστα τα θρυλικά «Δαρδανέλια», τα κοσμικά στενά στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου (κοντά στη Βασ. Σοφίας), όπου υπήρχαν αντικριστά τα δύο αντίζηλα κοσμικά καφέ, του «Ντορέ» και του «Γιαννάκη». Οποιος περπατούσε ανάμεσα, ήταν προετοιμασμένος να δεχθεί τα εξονυχιστικά βλέμματα και από τις δύο «όχθες» με τα ανάλογα σχόλια. Ολοι γνώριζαν όλους, εκείνα τα χρόνια.
Στη δεκαετία του 1930, η Αθήνα αναπτύσσεται γοργά και μαζί φουντώνουν πολλά ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ρεύματα. Μαζί με τους πολιτικάντηδες καφενόβιους, μια ολόκληρη νέα γενιά διανοουμένων, κυρίως ευρωπαϊστών, μαζευόταν σε καφενεία σχηματίζοντας θρυλικές παρέες. Το καφενεδάκι της Δεξαμενής, γνωστό από τις αρχές του 20ού αιώνα όταν σύχναζε εκεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και πολλοί ποιητές της αθηναϊκής σχολής, ζούσε μέρες μεγάλης ζήτησης. Ηταν ένα καφέ σε μια κατηφορια μιας όμορφης πλατείας, με τραπεζάκια κάτω από δέντρα. Οσο ανοικτό στο φως ήταν το καφενεδάκι της Δεξαμενής, τόσο κλειστό αλλά πολύ ατμοσφαιρκό ήταν το πατάρι του Λουμίδη, στη Σταδίου, που άνοιξε λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για τους Ελληνες, πολλές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής μετά το 1950 συνδέονται με ιστορικά καφέ. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο νομπελίστας ποιητής και ο Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής, σύχναζαν στου Λουμίδη και στου Απότσου. Ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είχε στέκι το θρυλικό «Βυζάντιο» πάνω στην παλτεία Κολωνακίου, όπου σύχναζαν πολλοί ποιητές και ζωγράφοι. Αυτοί οι μικροί σπινθήρες κοινωνικής και πνευματικής ζωής στην Αθήνα είχαν πάντα ως επίκεντρο ένα καφενείο. Ατυχώς, τα περισσότερα έκλεισαν και πολλά από τα κτίρια όπυ στεγάζονταν κατεδαφίστηκαν κυρίως την περίοδο 1955-70, εποχή κατά την οποία η Αθήνα έχασε πολλά ιστορικά κτίρια αλλά κέρδισε σε υλικές ανέσεις.
Σήμερα, ονόματα καφενείων που σφράγισαν το ύφος και τη ζωή της παλιάς Αθήνας είναι περίπου άγνωστα στις νεότερες γενιές. Ο «Ζαβορίτης» (στο Σύνταγμα), η «Αστόρια» (στα Χαυτεία), ο «Τσίτας», το «Ρωσικόν», το «Πανελλήνιον», τα «Ηνωμένα Βουστάσια» και το «Πέτροκραντ» στην Πανεπιστημίου, ο «Ορφανίδης» (Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου) και πλήθος ακόμη χάνονται στη θολή μνήμη. Αλλά πολλά από τα νεότερα, ακόμη κι αν έχουν κλείσει, είναι ζωντανά κομμάτια της μνήμης της πόλης. Παράδειγμα το καφέ-ζαχαροπλαστείο του Φλόκα στην οδό Πανεπιστημίου, δίπλα στου «Ζόναρ’ς», που υπάρχει ακόμη ανανεωμένο. Μαζί σχημάτιζαν ένα ισχυρό κοσμικό δίδυμο, όπου σύχναζε όλη η Αθήνα και πολλοί τουρίστες. Η ακμή τους ήταν η εικοσαετία 1950-1970, όταν τα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου σε εκείνο το σημείο ξεχείλιζαν από ζωή και ωραίες παρουσίες.
Θρυλικό ήταν και το «Μπραζίλιαν» (έχει ανοίξει πάλι στην οδό Βαλαωρίτου). Βρισκόταν ως τα πρόσφατα χρόνια στην οδό Βουκουρεστίου και ξεχώριζε για τα προϊόντα του αλλά και τις μαυρόασπρες φωτογραφίες ηθοποιών και πολιτικών καδραρισμένες στους τοίχους. Ενα ακόμη «Μπραζίλιαν» λειτοργούσε λίγο πιο κάτω, στη Στοά Καλλιγά, όπου το άρωμα του καφέ σε οδηγούσε κατευθείαν στο σωστό σημείο.
Ηταν η εποχή, εκεί γύρω στο 1960, που η Αθήνα ήταν μία πόλη της μόδας. Η Ελλάδα είχε μπει στο διεθνές κανάλι του τουρισμού και υπήρχε μεγάλη αισιοδοξία και οικονοική ανάπτυξη. Τα καφέ, όλα κοσμοπολίτικα, εισήγαγαν διαρκώς νέα είδη γλυκών και ροφημάτων και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι τα χρόνια εκείνα η Αθήνα είχε τη δική της «Βία Βένετο».
Παρότι ελάχιστα σημεία θυμίζουν την Αθήνα έστω και την προ 40 ετών, πόσω μάλλον την πόλη του 19ου αιώνα, η κουλτούρα του καφέ είναι στην Αθήνα πιο δυνατή παρά ποτέ. Τα εκατοντάδες καφέ που έχουν ανοίξει στην πόλη τα τελευταία 15-20 χρόνια της δίνουν ένα πολύ ζωντανό στοιχείο στον χαρακτήρα της και επιπλέον δείχνουν ότι αυτή η παράδοση έχει ρίζες στην πόλη. Προσωπικά, μου λείπουν τα παλιά καφενεία με τις ψηλοτάβανες αίθουσες, τα ζωγραφιστά ταβάνια, τις παλιές λιθογραφίες στους τοίχους και τα κοκκινόμαυρα πλακάκια στο δάπεδο. Θα ήθελα να υπήρχαν δύο ή τρία από την Αθήνα του Χαρίλαου Τρικούπη και του Γεωργίου του Α’, όταν η πόλη εκσυγχρονιζόταν γοργά και υιοθετούσε έναν ευρωπαίκό, αστικό τρόπο ζωής.
Αλλά και πάλι, με παρηγορεί ότι η Αθήνα είναι μια πόλη διαρκώς σε κίνηση. Νέες γενιές Αθηναίων ανασκαλεύουν την ιστορία της πόλης και ζουν πλέον με μεγαλύτερη συναίσθηση για ό,τι προϋπήρχε και γι’ αυτό που θα έρθει. Αν σήμερα, η Αθήνα δεν έχει τα καφέ της Βιέννης ή του Παρισιού, παρότι είχε τα αντίστοιχα πολύ ωραία δικά της, αυτό δεν με πτοεί. Ξέρω ότι μπορώ να απολαύσω το καφέ μου σε καινούργια, ατμοσφαιρικά καφέ που σιγά-σιγά δημιουργούν και αυτά την ιστορία της πόλης. Είναι η κληρονομιά του αύριο.
Του Νίκου Βατόπουλου
Οι παλιοί Αθηναίοι, έλεγαν, ότι όταν έμπαινες στου «Ζαχαράτου», το πιο δημοφιλές καφενείο στην καρδιά της πόλης, ζαλιζόσουν από τις ζωηρές συζητήσεις, το άρωμα του καφέ, τον καπνό του τσιγάρου, την αδιάκοπη κίνηση των σερβιτόρων. Ακόμη και τον χειμώνα, όταν ο καιρός ήταν καλός (όχι σπάνιο για μια πόλη σαν την Αθήνα), τα τραπεζάκια ξεχύνονταν πάνω στην πλατεία Συντάγματος, και ήταν όμορφο θέαμα να βλέπεις τις ρεπούμπλικες και τα καπέλα των κυριών να γυαλίζουν κάτω από τον αττικό ήλιο.
Για την Αθήνα, τα καφενεία της δεν ήταν απλώς ένας τόπος να πιεις τον καφέ σου και να δεις τους φίλους σου. Στα αναρίθμητα καφενεία της πόλης, μια παράλληλη ιστορία ξετυλιγόταν καθημερινά, ένας στρόβιλος πολιτικών συζητήσεων που συχνά κατέληγαν σε καυγάδες διασκεδάζοντας τους υπόλοιπους θαμώνες, έδιναν τον τόνο της κάθε ημέρας. Σε ένα καφενείο έβλεπε κανείς τον παλμό της καθημερινότητας, ένας βουλευτής μπορούσε να καταλάβει προς «τα πού πάει το πράγμα»... Κυβερνήσεις «έπεφταν» καθημερινά στα καφενεία και τα πολιτικά πάθη άναβαν, αλλά παράλληλα με τις ανδρικές, ως επί το πλείστον, θυελλώδεις συζητήσεις, για τα κόμματα, τους πολέμους, τον βασιλιά, τον Βενιζέλο και χίλια δύο ακόμη, ζούσε και ένας παράλληλος κόσμος, της γαλήνης και του στοχασμού. Αναρίθμητα ποιήματα και μελωδίες γράφτηκαν πάνω σε μια κασετίνα τσιγάρα σε κάποιο αθηναϊκό καφέ. Ηταν ωραίο να σκέφτεται κανείς ότι μπορεί να έπινε τον καφέ του την ίδια ώρα που δίπλα του ή πίσω, ένας ποιητής ή ένας συνθέτης ήταν χαμένος στις σκέψεις του.
Αυτή ήταν η Αθήνα των καφενείων. Μια ολόκληρη εποχή, ένας κόσμος οριστικά χαμένος, καθώς κανένα από τα μεγάλα, παλιά καφενεία του 19ου αιώνα δεν έχει επιζήσει. Αν θέλει κανείς να πιάσει μια γραμμή από το παρελθόν, θα πάει στου «Ζόναρ’ς», στην Πανεπιστημίου, αλλά το νέο ντεκόρ, όσο ωραίο κι αν είναι, δεν θυμίζει σε τίποτα την αρ ντεκό ατμόσφαιρα των περασμένων δεκαετιών.
Τα περισσότερα καφέ στην Αθήνα ήταν στον άξονα Συντάγματος – Ομονοίας, με πολλά από αυτά κατά μήκος των κεντρικών λεωφόρων Σταδίου και Πανεπιστημίου. Η Σταδίου ήταν παραδοσιακά ο εμπορικός δρόμος και εκεί γινόταν την περίοδο 1860-1920 ο κοινωνικός περίπατος των Αθηναίων, που συνδύαζαν ψώνια, καφέ και συναντήσεις. Η Πανεπιστημίου ήταν ο δρόμος των ευαγών ιδρυμάτων αλλά και πολυτελών κατοικιών. Κατά μήκος αυτών των δύο αρτηριών, πύκνωσαν σιγά-σιγά τα καφενεία σε μία ευρύτατη γκάμα πολυτέλειας και στυλ. Προς την Ομόνοια ήταν τα πιο λαϊκά, που συνδύαζαν το γαλακτοπωλείο και το παραδοσιακό καφενείο, αλλά υπήρχαν και πιο πολυτελή, όπως του Ζαχαράτου-Καπερώνη (1892) ή του Μπερνίτσα (1885). Στην Ομόνοια άνοιξε και το Νέον, που έμεινε στην ιστορία της Αθήνας από τους ζωγραφικούς πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη. Η προσπάθεια αναβίωσής του κράτησε για λίγο. Σήμερα, δεν υπάρχει.
Αλλά αυτό, που πραγματικά έκανε τα καφενεία της Αθήνας μοναδικά ήταν το γεγονός ότι σε ένα σχετικά μικρό ιστορικό κέντρο έβλεπε κανείς πλήθος επιρροών. Υπήρχαν τα πιο ευρωπαϊκά, με βιεννέζικες καρέκλες, βελούδινες λότζες, βενετσιάνικους καθρέπτες και καλά σκεύη όπως υπήρχαν και τα πιο βαλκανικά, με σιδερένια τραπεζάκια και φθηνές, ψάθινες καρέκλες. Συχνά, στους τοίχους έβλεπε κανείς λαϊκές λιθογραφίες, τα πορτρέτα της βασιλικής οικογενείας, μάχες από τους βαλκανικούς πολέμους, τη Γενοβέφα, την Κυρα-Φροσύνη ή τη Βεζυροπούλα, φιγουρίνια ή διαφημίσεις ευρωπαϊκών προϊόντων. Υπήρχαν τα καφενεία των επαρχιωτών με ονόματα από τις μικρές, ιδιαίτερες πατρίδες, όπως υπήρχαν και τα καφενεία που είχαν ανοίξει ομογενείς από την Πόλη, την Αίγυπτο, τον Δούναβη, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ. Ο αμερικάνικος καφές στο «Πέτρογκραντ» της οδού Σταδίου, όπου δέσποζε ο μεγάλος, χάλκινος percolator ήταν μια καινοτομία.
Ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αθήνα είχε μία κοινωνική συνοχή παρά τον κλυδωνισμό που είχε υποστεί η πόλη με την εισροή χιλιάδων προσφύγων από εδάφη της Τουρκίας μετά το 1922. Εως το 1915-6, πριν δηλαδή, η Ελλάδα εισέλθει στον Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό της Entente, η μικρή αθηναϊκή κοινωνία αναπτυσσόταν στην περιοχή γύρω από τα Ανάκτορα. Στην ιστορία της Αθήνας έχουν μείνει αξέχαστα τα θρυλικά «Δαρδανέλια», τα κοσμικά στενά στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου (κοντά στη Βασ. Σοφίας), όπου υπήρχαν αντικριστά τα δύο αντίζηλα κοσμικά καφέ, του «Ντορέ» και του «Γιαννάκη». Οποιος περπατούσε ανάμεσα, ήταν προετοιμασμένος να δεχθεί τα εξονυχιστικά βλέμματα και από τις δύο «όχθες» με τα ανάλογα σχόλια. Ολοι γνώριζαν όλους, εκείνα τα χρόνια.
Στη δεκαετία του 1930, η Αθήνα αναπτύσσεται γοργά και μαζί φουντώνουν πολλά ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ρεύματα. Μαζί με τους πολιτικάντηδες καφενόβιους, μια ολόκληρη νέα γενιά διανοουμένων, κυρίως ευρωπαϊστών, μαζευόταν σε καφενεία σχηματίζοντας θρυλικές παρέες. Το καφενεδάκι της Δεξαμενής, γνωστό από τις αρχές του 20ού αιώνα όταν σύχναζε εκεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και πολλοί ποιητές της αθηναϊκής σχολής, ζούσε μέρες μεγάλης ζήτησης. Ηταν ένα καφέ σε μια κατηφορια μιας όμορφης πλατείας, με τραπεζάκια κάτω από δέντρα. Οσο ανοικτό στο φως ήταν το καφενεδάκι της Δεξαμενής, τόσο κλειστό αλλά πολύ ατμοσφαιρκό ήταν το πατάρι του Λουμίδη, στη Σταδίου, που άνοιξε λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για τους Ελληνες, πολλές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής μετά το 1950 συνδέονται με ιστορικά καφέ. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο νομπελίστας ποιητής και ο Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής, σύχναζαν στου Λουμίδη και στου Απότσου. Ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είχε στέκι το θρυλικό «Βυζάντιο» πάνω στην παλτεία Κολωνακίου, όπου σύχναζαν πολλοί ποιητές και ζωγράφοι. Αυτοί οι μικροί σπινθήρες κοινωνικής και πνευματικής ζωής στην Αθήνα είχαν πάντα ως επίκεντρο ένα καφενείο. Ατυχώς, τα περισσότερα έκλεισαν και πολλά από τα κτίρια όπυ στεγάζονταν κατεδαφίστηκαν κυρίως την περίοδο 1955-70, εποχή κατά την οποία η Αθήνα έχασε πολλά ιστορικά κτίρια αλλά κέρδισε σε υλικές ανέσεις.
Σήμερα, ονόματα καφενείων που σφράγισαν το ύφος και τη ζωή της παλιάς Αθήνας είναι περίπου άγνωστα στις νεότερες γενιές. Ο «Ζαβορίτης» (στο Σύνταγμα), η «Αστόρια» (στα Χαυτεία), ο «Τσίτας», το «Ρωσικόν», το «Πανελλήνιον», τα «Ηνωμένα Βουστάσια» και το «Πέτροκραντ» στην Πανεπιστημίου, ο «Ορφανίδης» (Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου) και πλήθος ακόμη χάνονται στη θολή μνήμη. Αλλά πολλά από τα νεότερα, ακόμη κι αν έχουν κλείσει, είναι ζωντανά κομμάτια της μνήμης της πόλης. Παράδειγμα το καφέ-ζαχαροπλαστείο του Φλόκα στην οδό Πανεπιστημίου, δίπλα στου «Ζόναρ’ς», που υπάρχει ακόμη ανανεωμένο. Μαζί σχημάτιζαν ένα ισχυρό κοσμικό δίδυμο, όπου σύχναζε όλη η Αθήνα και πολλοί τουρίστες. Η ακμή τους ήταν η εικοσαετία 1950-1970, όταν τα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου σε εκείνο το σημείο ξεχείλιζαν από ζωή και ωραίες παρουσίες.
Θρυλικό ήταν και το «Μπραζίλιαν» (έχει ανοίξει πάλι στην οδό Βαλαωρίτου). Βρισκόταν ως τα πρόσφατα χρόνια στην οδό Βουκουρεστίου και ξεχώριζε για τα προϊόντα του αλλά και τις μαυρόασπρες φωτογραφίες ηθοποιών και πολιτικών καδραρισμένες στους τοίχους. Ενα ακόμη «Μπραζίλιαν» λειτοργούσε λίγο πιο κάτω, στη Στοά Καλλιγά, όπου το άρωμα του καφέ σε οδηγούσε κατευθείαν στο σωστό σημείο.
Ηταν η εποχή, εκεί γύρω στο 1960, που η Αθήνα ήταν μία πόλη της μόδας. Η Ελλάδα είχε μπει στο διεθνές κανάλι του τουρισμού και υπήρχε μεγάλη αισιοδοξία και οικονοική ανάπτυξη. Τα καφέ, όλα κοσμοπολίτικα, εισήγαγαν διαρκώς νέα είδη γλυκών και ροφημάτων και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι τα χρόνια εκείνα η Αθήνα είχε τη δική της «Βία Βένετο».
Παρότι ελάχιστα σημεία θυμίζουν την Αθήνα έστω και την προ 40 ετών, πόσω μάλλον την πόλη του 19ου αιώνα, η κουλτούρα του καφέ είναι στην Αθήνα πιο δυνατή παρά ποτέ. Τα εκατοντάδες καφέ που έχουν ανοίξει στην πόλη τα τελευταία 15-20 χρόνια της δίνουν ένα πολύ ζωντανό στοιχείο στον χαρακτήρα της και επιπλέον δείχνουν ότι αυτή η παράδοση έχει ρίζες στην πόλη. Προσωπικά, μου λείπουν τα παλιά καφενεία με τις ψηλοτάβανες αίθουσες, τα ζωγραφιστά ταβάνια, τις παλιές λιθογραφίες στους τοίχους και τα κοκκινόμαυρα πλακάκια στο δάπεδο. Θα ήθελα να υπήρχαν δύο ή τρία από την Αθήνα του Χαρίλαου Τρικούπη και του Γεωργίου του Α’, όταν η πόλη εκσυγχρονιζόταν γοργά και υιοθετούσε έναν ευρωπαίκό, αστικό τρόπο ζωής.
Αλλά και πάλι, με παρηγορεί ότι η Αθήνα είναι μια πόλη διαρκώς σε κίνηση. Νέες γενιές Αθηναίων ανασκαλεύουν την ιστορία της πόλης και ζουν πλέον με μεγαλύτερη συναίσθηση για ό,τι προϋπήρχε και γι’ αυτό που θα έρθει. Αν σήμερα, η Αθήνα δεν έχει τα καφέ της Βιέννης ή του Παρισιού, παρότι είχε τα αντίστοιχα πολύ ωραία δικά της, αυτό δεν με πτοεί. Ξέρω ότι μπορώ να απολαύσω το καφέ μου σε καινούργια, ατμοσφαιρικά καφέ που σιγά-σιγά δημιουργούν και αυτά την ιστορία της πόλης. Είναι η κληρονομιά του αύριο.
Σεπτεμβριανά, 1955-2010
Μισός αιώνας αργότερα, μεταμέλεια και προοπτική
Ελληνο-τουρκικές προσεγγίσεις μέσα από τη μεγάλη οθόνη και η ανάγκη για μια γλώσσα αληθείας
Του Νίκου Βατόπουλου
Περπατώντας σήμερα στην οδό Ιστικλάλ στο Ταξίμ της Πόλης, μπορεί κανείς να νιώσει πώς θα ήταν η ατμόσφαιρα του δρόμου πριν από 60 χρόνια. Στον μεσοπόλεμο πάντως, τα ελληνικά και τα γαλλικά, ακόμη και τα ιταλικά ή τα γερμανικά, ακούγονταν σε κάθε γωνία. Ακόμη και σήμερα βλέπει κανείς ελληνικά ονόματα χαραγμένα στα αρ νουβώ και ρομαντικά κτίρια της Ιστικλάλ και της ευρύτερης περιοχής του Πέρα, όπου πολλοί Ρωμηοί και άλλοι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες τα είχαν σχεδιάσει και τα είχαν δει να ανυψώνονται.
Αποκτά άλλο νόημα όταν κάνεις τον ίδιο περίπατο, σήμερα, συντροφιά με κάποιον φίλο Τούρκο. Θα περπατήσει δίπλα σου και μαζί θα σηκώσετε το βλέμμα σε όλη τη διαδρομή από το Ταξίμ ως το Τούνελ κατά μήκος της Ιστικλάλ και θα παρατηρήσετε τη «δόξα» που ήταν κάποτε η «Ισταμπούλ». Δεν υπάρχει περίπτωση να συνομιλήσετε με οποιονδήποτε μορφωμένο μεσοαστό Τούρκο και να μην αποσπάσετε καποια δήλωση νοσταλγίας για τον «καιρό των Ρωμηών» και των «ξένων».
«Πολίτικη Κουζίνα»
Επρεπε φυσικά να περάσουν δεκαετίες ώστε το εκατέρωθεν τραύμα των Σεπτεμβριανών να χωνευτεί και με την απαραίτητη ζύμωση να βγει προς τα έξω είτε ως μαρτυρία είτε ως μεταμέλεια είτε ως δημιουργία. Τα Σεπτεμβριανά είναι ιστορικά ακόμη νωπά καθώς πολλοί μάρτυρες των γεγονότων είναι εν ζωή. Η δεκαετία του ΄50 είναι μακρινή, αφού μας χωρίζει περισσότερο από μισός αιώνας, ταυτόχρονα, όμως είναι απτή, είναι η νιότη των γονιών πολλών από εμάς.
Η δύναμη του κινηματογράφου έχει μεταφέρει αυτή την αμηχανία απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν πολλές φορές, αλλά στην περίπτωση των Σεπτεμβριανών αυτό συνέβη με μικρή χρονική διαφορά στην Ελλάδα και στην Τουρκία στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα. Ενας κύκλος έκλεινε και ένας άλλος άνοιγε. Η γενιά των 40άρηδων έδειχνε να είναι πιο ώριμη και πιο τολμηρή να διαχειριστεί ένα «τραύμα» και να παίξει με τις έννοιες θύματος και θύτη όπως και να αγγίξει ζητήματα κρατικής και παρα-κρατικής προπαγάνδας με ένα τρόπο πιο ευθύ.
Η «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη έκανε τη μεγάλη τομή το 2003 και πέρασε τα σύνορα. Σαν μια τοιχογραφία και ψυχογράφημα μαζί, η «Πολίτικη Κουζίνα» με την εξαιρετική μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και τις άρτιες ερμηνείες, ήταν ένα ξεδίπλωμα της βαθιάς «ρωμέικης» ψυχής και ταυτόχρονα ένας υποκωφος ύμνος στην Κωνσταντινούπολη, πέρα από εθνικές ταυτότητες. Αγαπήθηκε η ταινία και εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί.
«Πληγές του Φθινοπώρου»
Σκέφτομαι πόσο να επηρρέασε το ξέσπασμα της ελληνο-τουρκικής φιλίας μετά τους σεισμούς του 1999, όλη αυτήν την εκατέρωθεν αναμόχλευση της πρόσφατης ιστορίας. Ισως να επιτάχυνε ή να διευκόλυνε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις. Ισως πάλι να προκάλεσε μία βαθύτερη ανάγκη κάθαρσης να έρθει στην επιφάνεια. Η περίπτωση της Τουρκάλας σκηνοθέτιδας Τομρίς Γκιρτλίογλου είναι χαρακτηριστική. Δημιουργός της ταινίας «Πληγές του Φθινοπώρου» (2006), η Γκιρτλίογλου συνέθεσε και οπτικοποίησε ένα ερωτικό δράμα ανάμεσα σε ένα Τούρκο και μία Ρωμηά, με πολλά στοιχεία μελό σε ένα πρώτο επίπεδο. Αλλά, η ταινία έσκαψε βαθιά και στην Τουρκία έκανε θραύση. Εκοψε εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια και επανέφερε στην ατζέντα το θέμα των Σεπτεμβριανών ενώπιον ενός νέου πλέον κοινού. Η παρουσίαση ενός θέματος, που έως πρότινος ανήκε στα εθνικά ταμπού στην Τουρκία σε ένα νέο ακροατήριο, που περιελάμβανε πλέον και τη νέα αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης που ψυχολογικά αισθάνεται κοντά στην Ευρώπη, ήταν μία τομή όχι μόνο για την Τουρκία αλλά φυσικά και για την Ελλάδα.
Η ταινία «Πληγές του Φθινοπώρου» βασίστηκε στο μυθιστόρημα του λογοτέχνη και πολιτικού Γιλμάζ Καρακογιουνλού, γραμμένο τη δεκαετία του 1990, πρωτοποριακό δηλαδή ως θεματολογία για μια εποχή ανέτοιμη, ίσως, να δεχθεί μία τέτοια προσέγγιση (ο συγγραφέας ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Σεπτεμβριανών). Παρότι λογοτεχνικά και κινηματογραφικά, οι «Πληγές του Φθινοπώρου» δεν θα μείνουν κλασικά έργα (όπως επέτυχε η «Πολίτικη Κουζίνα» που διευρύνει την αισθαντική και φιλοσοφημένη ματιά της πέρα από τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία που διαχειρίζεται) αποτελούν αντικείμενα ενδιαφέροντος και μελέτης διότι η κοινωνική τους επίδραση ήταν σύνθετη και ενδιαφέρουσα.
Η νέα κοινωνία
Για τον μέσο Τούρκο που επιθυμεί να δει την πατρίδα του να προοδεύει και να λύνει κόμπους του παρελθόντος, το θέμα της εξόδου των αστικών μη – μουσουλμανικών τάξεων από τη χώρα είναι ζήτημα σύνθετο όσο και τραυματικό. Η παρουσία των Ρωμηών και των λοιπών μη-τουρκικών κοινοτήτων αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό για να κατανοήσει κανείς την παλιά (και την όχι και τόσο παλιά) Κωνσταντινινούπολη και χιλιάδες σύγχρονοι Τούρκοι έχουν ακούσει διηγήσεις από τους γονείς και τους παππούδες τους. Υπάρχει ένα κενό. Οχι μνήμης αλλά εξέλιξης. Η σημερινή Κωνσταντινούπόλη με τα πολλά εκατομμύρια κατοίκους και τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες είναι ένα αστικό μόρφωμα που δεν έχει καμία σχέση με την Πόλη του 1955. Παρομοίως και η Αθήνα. Η ταχύτατη αυτή εξέλιξη στην τουρκική κοινωνία και παρά την μεγάλη πρόοδο της αστικής τάξης (αλλά ίσως και εξ αιτίας αυτής) έχει δημιουργήσει συναισθηματικό «χώρο» για να καλλιεργηθεί η νοσταλγία (και η μεταμέλεια) για την έξοδο των Ρωμηών, όταν η Πόλη κατά τους Τούρκους ήταν πιο «κοσμοπολίτικη», όταν η Πόλη ήταν περισσότερο «Πόλη». Δύσκολο να αποφασίσει κανείς για τις αποχρώσεις μίας τός προσωπικής και οπωσδήποτε ρευστής τοποθέτησης. Είναι ασφαλές όμως να ειπωθεί ότι ο κινηματογράφος, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην Ιστορία, συνέβαλε πολύ σημαντικά στο ξεπέρασμα ενός ταμπού.
Είναι σαν να έφυγε ένα βάρος από τα στήθη, αφού το «μυστικό» ειπώθηκε με λόγια και εικόνες. Ασχετο αν πολλά μένουν απέξω. Σημασία έχει ότι έγινε η αρχή και νέες γενιές έρχονται με ανοικτά ερωτήματα. Η λήθη δεν είναι οδηγός.
Ελληνο-τουρκικές προσεγγίσεις μέσα από τη μεγάλη οθόνη και η ανάγκη για μια γλώσσα αληθείας
Του Νίκου Βατόπουλου
Περπατώντας σήμερα στην οδό Ιστικλάλ στο Ταξίμ της Πόλης, μπορεί κανείς να νιώσει πώς θα ήταν η ατμόσφαιρα του δρόμου πριν από 60 χρόνια. Στον μεσοπόλεμο πάντως, τα ελληνικά και τα γαλλικά, ακόμη και τα ιταλικά ή τα γερμανικά, ακούγονταν σε κάθε γωνία. Ακόμη και σήμερα βλέπει κανείς ελληνικά ονόματα χαραγμένα στα αρ νουβώ και ρομαντικά κτίρια της Ιστικλάλ και της ευρύτερης περιοχής του Πέρα, όπου πολλοί Ρωμηοί και άλλοι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες τα είχαν σχεδιάσει και τα είχαν δει να ανυψώνονται.
Αποκτά άλλο νόημα όταν κάνεις τον ίδιο περίπατο, σήμερα, συντροφιά με κάποιον φίλο Τούρκο. Θα περπατήσει δίπλα σου και μαζί θα σηκώσετε το βλέμμα σε όλη τη διαδρομή από το Ταξίμ ως το Τούνελ κατά μήκος της Ιστικλάλ και θα παρατηρήσετε τη «δόξα» που ήταν κάποτε η «Ισταμπούλ». Δεν υπάρχει περίπτωση να συνομιλήσετε με οποιονδήποτε μορφωμένο μεσοαστό Τούρκο και να μην αποσπάσετε καποια δήλωση νοσταλγίας για τον «καιρό των Ρωμηών» και των «ξένων».
«Πολίτικη Κουζίνα»
Επρεπε φυσικά να περάσουν δεκαετίες ώστε το εκατέρωθεν τραύμα των Σεπτεμβριανών να χωνευτεί και με την απαραίτητη ζύμωση να βγει προς τα έξω είτε ως μαρτυρία είτε ως μεταμέλεια είτε ως δημιουργία. Τα Σεπτεμβριανά είναι ιστορικά ακόμη νωπά καθώς πολλοί μάρτυρες των γεγονότων είναι εν ζωή. Η δεκαετία του ΄50 είναι μακρινή, αφού μας χωρίζει περισσότερο από μισός αιώνας, ταυτόχρονα, όμως είναι απτή, είναι η νιότη των γονιών πολλών από εμάς.
Η δύναμη του κινηματογράφου έχει μεταφέρει αυτή την αμηχανία απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν πολλές φορές, αλλά στην περίπτωση των Σεπτεμβριανών αυτό συνέβη με μικρή χρονική διαφορά στην Ελλάδα και στην Τουρκία στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα. Ενας κύκλος έκλεινε και ένας άλλος άνοιγε. Η γενιά των 40άρηδων έδειχνε να είναι πιο ώριμη και πιο τολμηρή να διαχειριστεί ένα «τραύμα» και να παίξει με τις έννοιες θύματος και θύτη όπως και να αγγίξει ζητήματα κρατικής και παρα-κρατικής προπαγάνδας με ένα τρόπο πιο ευθύ.
Η «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη έκανε τη μεγάλη τομή το 2003 και πέρασε τα σύνορα. Σαν μια τοιχογραφία και ψυχογράφημα μαζί, η «Πολίτικη Κουζίνα» με την εξαιρετική μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και τις άρτιες ερμηνείες, ήταν ένα ξεδίπλωμα της βαθιάς «ρωμέικης» ψυχής και ταυτόχρονα ένας υποκωφος ύμνος στην Κωνσταντινούπολη, πέρα από εθνικές ταυτότητες. Αγαπήθηκε η ταινία και εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί.
«Πληγές του Φθινοπώρου»
Σκέφτομαι πόσο να επηρρέασε το ξέσπασμα της ελληνο-τουρκικής φιλίας μετά τους σεισμούς του 1999, όλη αυτήν την εκατέρωθεν αναμόχλευση της πρόσφατης ιστορίας. Ισως να επιτάχυνε ή να διευκόλυνε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις. Ισως πάλι να προκάλεσε μία βαθύτερη ανάγκη κάθαρσης να έρθει στην επιφάνεια. Η περίπτωση της Τουρκάλας σκηνοθέτιδας Τομρίς Γκιρτλίογλου είναι χαρακτηριστική. Δημιουργός της ταινίας «Πληγές του Φθινοπώρου» (2006), η Γκιρτλίογλου συνέθεσε και οπτικοποίησε ένα ερωτικό δράμα ανάμεσα σε ένα Τούρκο και μία Ρωμηά, με πολλά στοιχεία μελό σε ένα πρώτο επίπεδο. Αλλά, η ταινία έσκαψε βαθιά και στην Τουρκία έκανε θραύση. Εκοψε εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια και επανέφερε στην ατζέντα το θέμα των Σεπτεμβριανών ενώπιον ενός νέου πλέον κοινού. Η παρουσίαση ενός θέματος, που έως πρότινος ανήκε στα εθνικά ταμπού στην Τουρκία σε ένα νέο ακροατήριο, που περιελάμβανε πλέον και τη νέα αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης που ψυχολογικά αισθάνεται κοντά στην Ευρώπη, ήταν μία τομή όχι μόνο για την Τουρκία αλλά φυσικά και για την Ελλάδα.
Η ταινία «Πληγές του Φθινοπώρου» βασίστηκε στο μυθιστόρημα του λογοτέχνη και πολιτικού Γιλμάζ Καρακογιουνλού, γραμμένο τη δεκαετία του 1990, πρωτοποριακό δηλαδή ως θεματολογία για μια εποχή ανέτοιμη, ίσως, να δεχθεί μία τέτοια προσέγγιση (ο συγγραφέας ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Σεπτεμβριανών). Παρότι λογοτεχνικά και κινηματογραφικά, οι «Πληγές του Φθινοπώρου» δεν θα μείνουν κλασικά έργα (όπως επέτυχε η «Πολίτικη Κουζίνα» που διευρύνει την αισθαντική και φιλοσοφημένη ματιά της πέρα από τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία που διαχειρίζεται) αποτελούν αντικείμενα ενδιαφέροντος και μελέτης διότι η κοινωνική τους επίδραση ήταν σύνθετη και ενδιαφέρουσα.
Η νέα κοινωνία
Για τον μέσο Τούρκο που επιθυμεί να δει την πατρίδα του να προοδεύει και να λύνει κόμπους του παρελθόντος, το θέμα της εξόδου των αστικών μη – μουσουλμανικών τάξεων από τη χώρα είναι ζήτημα σύνθετο όσο και τραυματικό. Η παρουσία των Ρωμηών και των λοιπών μη-τουρκικών κοινοτήτων αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό για να κατανοήσει κανείς την παλιά (και την όχι και τόσο παλιά) Κωνσταντινινούπολη και χιλιάδες σύγχρονοι Τούρκοι έχουν ακούσει διηγήσεις από τους γονείς και τους παππούδες τους. Υπάρχει ένα κενό. Οχι μνήμης αλλά εξέλιξης. Η σημερινή Κωνσταντινούπόλη με τα πολλά εκατομμύρια κατοίκους και τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες είναι ένα αστικό μόρφωμα που δεν έχει καμία σχέση με την Πόλη του 1955. Παρομοίως και η Αθήνα. Η ταχύτατη αυτή εξέλιξη στην τουρκική κοινωνία και παρά την μεγάλη πρόοδο της αστικής τάξης (αλλά ίσως και εξ αιτίας αυτής) έχει δημιουργήσει συναισθηματικό «χώρο» για να καλλιεργηθεί η νοσταλγία (και η μεταμέλεια) για την έξοδο των Ρωμηών, όταν η Πόλη κατά τους Τούρκους ήταν πιο «κοσμοπολίτικη», όταν η Πόλη ήταν περισσότερο «Πόλη». Δύσκολο να αποφασίσει κανείς για τις αποχρώσεις μίας τός προσωπικής και οπωσδήποτε ρευστής τοποθέτησης. Είναι ασφαλές όμως να ειπωθεί ότι ο κινηματογράφος, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην Ιστορία, συνέβαλε πολύ σημαντικά στο ξεπέρασμα ενός ταμπού.
Είναι σαν να έφυγε ένα βάρος από τα στήθη, αφού το «μυστικό» ειπώθηκε με λόγια και εικόνες. Ασχετο αν πολλά μένουν απέξω. Σημασία έχει ότι έγινε η αρχή και νέες γενιές έρχονται με ανοικτά ερωτήματα. Η λήθη δεν είναι οδηγός.
Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010
Εμίλ Ζάτοπεκ, δρόμος αντοχής και πολιτική
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19-03-10
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟ. Λίγες φορές έχει κανείς την ευκαιρία να διαβάσει ένα σύντομο βιβλίο, όπως είναι ο «Δρόμος αντοχής» του Jean Echenoz, και να νιώθει ότι έχει γίνει μάρτυρας μιας «τοιχογραφίας». Ο Γάλλος συγγραφέας Jean Echenoz (γεν. 1947) έχει ως θέμα τον θρυλικό δρομέα Εμίλ Ζάτοπεκ (1922-2000), τη δόξα της Τσεχοσλοβακίας, χρυσό ολυμπιονίκη στο Ελσίνκι το 1952, και έναν άνθρωπο που δίνει ερεθίσματα για περαιτέρω σκέψεις.
Αυτό που επιτυγχάνει ο Echenoz (ωραία μεταφρασμένος από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, στις πάντα υψηλού επιπέδου εκδόσεις Πόλις) είναι να δώσει ένα νεο-μοντέρνο είδος βιογραφίας, στα όρια της παρατήρησης, του σχολίου, της ειρωνείας, του ρεπορτάζ και του πολιτικού σχολίου. Τον Ζάτοπεκ τον συμπαθεί ή τον παρατηρεί ψυχρά; Πάντως, δεν τον παρουσιάζει ήρωα ούτε θύμα. Τον δίνει «ωμό», ακατέργαστο ενίοτε, ως έναν άνθρωπο που παθιάστηκε με τους δρόμους αντοχής, που ναρκισσεύτηκε με τη δύναμη της υπεροχής του, στεγνό από άλλους χυμούς, λιοντάρι των σταδίων, εργαλείο του καθεστώτος, κατά σύμπτωση αντιστασιακό, κατά λάθος θύμα, βαθιά α-πολιτικό στην πιο σκοτεινή περίοδο της Τσεχοσλοβακίας, από τη γερμανική εισβολή του 1938 ώς τη σοβιετική καταστολή του 1968. O Ζάτοπεκ, όπως τον παρουσιάζει ο Echenoz, είχε μεγάλη προσήλωση στον σκοπό του και στη δεκαετία του ’50 έγινε θέλοντας και μη πρότυπο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οταν υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις Ντούμπτσεκ στάλθηκε σε ορυχεία και έγινε οδοκαθαριστής. Η πορεία του -άθελά του- γελοιοποίησε ένα καθεστώς. Ο Echenoz μάς δίνει μια βιογραφία, με το δικό του στυλ, που είναι όμως λογοτεχνία.
Jean Echenoz, «Δρόμος αντοχής». Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 162.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟ. Λίγες φορές έχει κανείς την ευκαιρία να διαβάσει ένα σύντομο βιβλίο, όπως είναι ο «Δρόμος αντοχής» του Jean Echenoz, και να νιώθει ότι έχει γίνει μάρτυρας μιας «τοιχογραφίας». Ο Γάλλος συγγραφέας Jean Echenoz (γεν. 1947) έχει ως θέμα τον θρυλικό δρομέα Εμίλ Ζάτοπεκ (1922-2000), τη δόξα της Τσεχοσλοβακίας, χρυσό ολυμπιονίκη στο Ελσίνκι το 1952, και έναν άνθρωπο που δίνει ερεθίσματα για περαιτέρω σκέψεις.
Αυτό που επιτυγχάνει ο Echenoz (ωραία μεταφρασμένος από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, στις πάντα υψηλού επιπέδου εκδόσεις Πόλις) είναι να δώσει ένα νεο-μοντέρνο είδος βιογραφίας, στα όρια της παρατήρησης, του σχολίου, της ειρωνείας, του ρεπορτάζ και του πολιτικού σχολίου. Τον Ζάτοπεκ τον συμπαθεί ή τον παρατηρεί ψυχρά; Πάντως, δεν τον παρουσιάζει ήρωα ούτε θύμα. Τον δίνει «ωμό», ακατέργαστο ενίοτε, ως έναν άνθρωπο που παθιάστηκε με τους δρόμους αντοχής, που ναρκισσεύτηκε με τη δύναμη της υπεροχής του, στεγνό από άλλους χυμούς, λιοντάρι των σταδίων, εργαλείο του καθεστώτος, κατά σύμπτωση αντιστασιακό, κατά λάθος θύμα, βαθιά α-πολιτικό στην πιο σκοτεινή περίοδο της Τσεχοσλοβακίας, από τη γερμανική εισβολή του 1938 ώς τη σοβιετική καταστολή του 1968. O Ζάτοπεκ, όπως τον παρουσιάζει ο Echenoz, είχε μεγάλη προσήλωση στον σκοπό του και στη δεκαετία του ’50 έγινε θέλοντας και μη πρότυπο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οταν υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις Ντούμπτσεκ στάλθηκε σε ορυχεία και έγινε οδοκαθαριστής. Η πορεία του -άθελά του- γελοιοποίησε ένα καθεστώς. Ο Echenoz μάς δίνει μια βιογραφία, με το δικό του στυλ, που είναι όμως λογοτεχνία.
Jean Echenoz, «Δρόμος αντοχής». Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 162.
Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
Mπορεί η Αθήνα να γίνει μία πόλη φιλική για τους επισκέπτες της;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 05-06-10
Η ελληνική πρωτεύουσα έχει άμεση ανάγκη από ρεαλισμό για αλλαγή πλεύσης
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Διακοπές στην Αθήνα. Ως Ελληνας και κάτοικος αυτής της πόλης, συχνά θαυμάζω το κουράγιο των ξένων επισκεπτών της. Ιδίως όσων τυχαίνει στη διάρκεια της διαμονής τους στην ελληνική πρωτεύουσα να πέσουν πάνω σε καύσωνα ή σε απεργίες. Επίσης, συμπαρίσταμαι ηθικά σε όσους έκλεισαν δωμάτιο στην «καρδιά της Αθήνας», όπως χωρίς αιδώ διαφημίζονται οι ξενοδόχοι στο Μεταξουργείο και στην Πλατεία Βάθης.
Παρά τις γνωστές σε όλους δυσκολίες που έχει η Αθήνα να πλασαριστεί σε μία καλή θέση ως ανταγωνιστική πόλη διεθνώς, υπάρχουν μέτρα που αν ληφθούν, θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τη θέση της. Η καθιέρωση του θερινού ωραρίου στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους (8 π. μ. - 8 μ. μ.) ήταν πολύ θετική εξέλιξη, αλλά φυσικά δεν αρκεί. Ο επισκέπτης στην Αθήνα έχει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να βασίζεται σε ένα κανονικό πλαίσιο λειτουργίας της πόλης, αφού τα περισσότερα πράγματα τελούν υπό αίρεση. Η καλή διαμονή χρειάζεται και αρκετή τύχη.
Από προσωπική εμπειρία μεταφέρω την αίσθηση που αποκόμισα από κυριακάτικη βόλτα στην οδό Αδριανού και την Αποστόλου Παύλου, σε ένα από τα ελάχιστα μέρη της Αθήνας που είναι ας πούμε όμορφα. Δεινοπάθησα. Ενα ατέλειωτο παζάρι, μικροπωλητές, παπατζήδες, μηχανάκια, βρώμα, κουρελαρία, οπτική και ηχητική όχληση. Δεν έβλεπα την ώρα να αποδράσω. Και ήμουν στη βιτρίνα της Αθήνας. Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν;
Πολλά. Να καθαρίσει η πόλη από το παρεμπόριο και να ευπρεπιστεί. Αυτά είναι τα «εύκολα». Γιατί τα δύσκολα είναι η αντιμετώπιση της οικιστικής βαρβαρότητας, που την αντιλαμβάνεσαι παντού. Είναι η διάχυση έργων τέχνης και σημείων αναφοράς στην πόλη, αλλά και το δυσκολότερο έργο περιφρούρησής τους από βανδαλισμούς. Είναι η αισχροκέρδεια και οι υπηρεσίες που προσφέρουν τα περισσότερα ταξί. Γνωστά πράγματα, δηλαδή. Αφού όμως είναι γνωστά, γιατί δεν λαμβάνονται αυστηρά μέτρα, η τήρηση των οποίων είναι προς όφελος του συνόλου;
Εδώ είναι το αιώνιο, αναπάντητο ερώτημα στην Ελλάδα. Αφού υπάρχει η διεθνής εμπειρία, αφού υπάρχουν άνθρωποι με γνώση και εμπειρία, γιατί έχουμε επιτρέψει η πρωτεύουσά μας να είναι αυτή που είναι; Εχουμε την πρόκληση να αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση.
Η ελληνική πρωτεύουσα έχει άμεση ανάγκη από ρεαλισμό για αλλαγή πλεύσης
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Διακοπές στην Αθήνα. Ως Ελληνας και κάτοικος αυτής της πόλης, συχνά θαυμάζω το κουράγιο των ξένων επισκεπτών της. Ιδίως όσων τυχαίνει στη διάρκεια της διαμονής τους στην ελληνική πρωτεύουσα να πέσουν πάνω σε καύσωνα ή σε απεργίες. Επίσης, συμπαρίσταμαι ηθικά σε όσους έκλεισαν δωμάτιο στην «καρδιά της Αθήνας», όπως χωρίς αιδώ διαφημίζονται οι ξενοδόχοι στο Μεταξουργείο και στην Πλατεία Βάθης.
Παρά τις γνωστές σε όλους δυσκολίες που έχει η Αθήνα να πλασαριστεί σε μία καλή θέση ως ανταγωνιστική πόλη διεθνώς, υπάρχουν μέτρα που αν ληφθούν, θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τη θέση της. Η καθιέρωση του θερινού ωραρίου στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους (8 π. μ. - 8 μ. μ.) ήταν πολύ θετική εξέλιξη, αλλά φυσικά δεν αρκεί. Ο επισκέπτης στην Αθήνα έχει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να βασίζεται σε ένα κανονικό πλαίσιο λειτουργίας της πόλης, αφού τα περισσότερα πράγματα τελούν υπό αίρεση. Η καλή διαμονή χρειάζεται και αρκετή τύχη.
Από προσωπική εμπειρία μεταφέρω την αίσθηση που αποκόμισα από κυριακάτικη βόλτα στην οδό Αδριανού και την Αποστόλου Παύλου, σε ένα από τα ελάχιστα μέρη της Αθήνας που είναι ας πούμε όμορφα. Δεινοπάθησα. Ενα ατέλειωτο παζάρι, μικροπωλητές, παπατζήδες, μηχανάκια, βρώμα, κουρελαρία, οπτική και ηχητική όχληση. Δεν έβλεπα την ώρα να αποδράσω. Και ήμουν στη βιτρίνα της Αθήνας. Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν;
Πολλά. Να καθαρίσει η πόλη από το παρεμπόριο και να ευπρεπιστεί. Αυτά είναι τα «εύκολα». Γιατί τα δύσκολα είναι η αντιμετώπιση της οικιστικής βαρβαρότητας, που την αντιλαμβάνεσαι παντού. Είναι η διάχυση έργων τέχνης και σημείων αναφοράς στην πόλη, αλλά και το δυσκολότερο έργο περιφρούρησής τους από βανδαλισμούς. Είναι η αισχροκέρδεια και οι υπηρεσίες που προσφέρουν τα περισσότερα ταξί. Γνωστά πράγματα, δηλαδή. Αφού όμως είναι γνωστά, γιατί δεν λαμβάνονται αυστηρά μέτρα, η τήρηση των οποίων είναι προς όφελος του συνόλου;
Εδώ είναι το αιώνιο, αναπάντητο ερώτημα στην Ελλάδα. Αφού υπάρχει η διεθνής εμπειρία, αφού υπάρχουν άνθρωποι με γνώση και εμπειρία, γιατί έχουμε επιτρέψει η πρωτεύουσά μας να είναι αυτή που είναι; Εχουμε την πρόκληση να αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση.
Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010
Βασίλης Παπαβασιλείου, συναυλίες σε Σύρο, Τσεχία και Βερολίνο
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27-08-10
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΟΛΙΣΤ. Πολλά και σημαντικά ονόματα περνούν φέτος από τη Σύρο για το Φεστιβάλ Κυκλάδων, που ολοκληρώνεται αύριο διανύοντας τον έκτο χρόνο της ζωής του. Η Θερινή Ακαδημία, που λειτούργησε παράλληλα με το πρόγραμμα συναυλιών, έφερε και φέτος (όπως και πέρυσι) σπουδαίους δασκάλους που δίδαξαν σε master classes βιολιού, τσέλου, κοντραμπάσου, φαγκότου και κόρνου. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, από τους πιο διακεκριμένους μας σολίστ στο κοντραμπάσο, δίδαξε επίσης μαζί με τον Thierry Barbe, πρώτο κοντραμπάσο στην Οπερα των Παρισίων και απόψε συμμετέχει στη συναυλία «The serious stuff» με συμμετοχή εκλεκτών σολίστ. Η συναυλία, στο θέατρο «Απόλλων» της Ερμούπολης δίνεται λίγες εβδομάδες πριν από τη συμμετοχή του Βασίλη Παπαβασιλείου σε δύο από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις κοντραμπάσου διεθνώς: στο Μπρνο της Τσεχίας στις 26 Σεπτεμβρίου και στο Βερολίνο, όπου θα διδάξει στα εκεί master classes και θα δώσει ρεσιτάλ επιχειρώντας για πρώτη φορά να μεταφέρει τη σονάτα για βιολί «Η Ανοιξη» του Μπετόβεν στο κοντραμπάσο.
Το κοντραμπάσο
«Είναι μια ρηξικέλευθη επιλογή με διπλό στόχο», λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. «Από τη μια να φέρει τον εκτελεστή σε επαφή με ένα έργο ύψιστης αρτιότητας και αισθητικής, αφού το ρεπερτόριο του κοντραμπάσου, αν και προικισμένο με θαυμάσια έργα, στερήθηκε τη δωρεά των μεγάλων. Από την άλλη, αποτελεί ώθηση προς ένα τελειότερο τεχνικό οπλοστάσιο. Υπενθυμίζω ότι το κοντραμπάσο με μια επιπλέον ψηλότερη χορδή, είναι πια πραγματικότητα. Το άκουσμα παραπέμπει σ’ ένα βαρύτονο όργανο, περίπου στην περιοχή του τσέλου, που συχνά τοποθετείται ανάμεσα στο αριστερό και δεξί χέρι του πιάνου. Η τονικότητα παραμένει η αυθεντική».
Σολίστ σε σπουδαία έργα (Φεστιβάλ ΑΧΙΑ στη Νάξο)
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18-08-10
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΕΣΤΙΒΑΛ. Συμβαίνει, εσχάτως, μια σιωπηρή αλλά ουσιαστική μεταβολή στον χώρο της κλασικής μουσικής. Παρά την απουσία κρατικής πολιτικής και ενδιαφέροντος, την αδιαφορία του εκπαιδευτικού συστήματος και την ηχορύπανση από την τηλεόραση, μικρές εστίες από ιδιωτική πρωτοβουλία δημιουργούν ελπίδα. Και δίνουν την ευκαιρία σε πολλούς ανθρώπους να επικοινωνήσουν με την κλασική μουσική και να ακούσουν ζωντανά εξαίρετους σολίστ. Είναι η Αίγινα, η Σύρος (ακολουθεί η Πάτμος), είναι, όμως, και η Νάξος, όπου σήμερα ολοκληρώνεται το 2ο Axia Festival-Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Τέχνης και Λόγου.
Με καλλιτεχνικό διευθυντή τον μουσικολόγο και πρόεδρο του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, Κωνσταντίνο Π. Καράμπελα - Σγούρδα και διοργανωτές τους κεραμίστες Katharina Bolesch και Alexander Reichardt, το Διεθνές Φεστιβάλ Axia συνδυάζει τη μουσική και την τέχνη. Με τίτλο «Μουσική, τροφή του έρωτα» έφερε στη Νάξο σολίστες πρώτης κλάσεως, καθώς και την αναδρομική έκθεση του αρχιτέκτονα John Amarantides, στενού συνεργάτη του Φρανκ Λοΐντ Ράιτ. Απόψε, το Φεστιβάλ παρουσιάζει την κορυφαία του εκδήλωση, το «Gala Μουσικής των Αστέρων», στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του δημαρχιακού μεγάρου Νάξου με συμμετοχή εξαίρετων σολίστ, όπως Νεφέλη Μούσουρα (πιάνο), Πέτρος Στεργιόπουλος (φλάουτο), Μιχαήλ Χαλκιόπουλος (πιάνο), Απόστολος Καρποντίνης (κιθάρα), Ιωάννης Αγρανιώτης (βιολί), Ray Luck (πιάνο), Βασίλης Βαρβαρέσος (πιάνο), Κατερίνα Οικονόμου (σοπράνο), Μαρία Ντεβιτζάκη (σοπράνο), Γεωργία Λαζαρίδου (πιάνο). Ολοι αυτοί οι σολίστ σε σπουδαία έργα του ρεπερτορίου υπόσχονται μια μοναδική βραδιά του Αυγούστου.
Σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι όλοι οι σολίστ προσφέρουν απόψε την τέχνη τους αφιλοκερδώς υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης του Νοσοκομείου της Νάξου.
Το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι μουσικοί συγκεντρώνονται για λίγες μέρες σε ένα μικρό ελληνικό τόπο, με έντονη τουριστική κίνηση, αλλά και με ορισμένες, σημαντικές εκδηλώσεις (το Φεστιβάλ στον Πύργο Μπαζαίου, βραδιές μουσικής στην παλιά πόλη και πνευματικούς ανθρώπους που διοργανώνουν εκδηλώσεις) πιστοποιεί έναν πατριωτισμό. Είναι μια πράξη που χτίζει ένα σκαλί για μια κοινωνία πιο ενημερωμένη και πιο κοντά στη μουσική σκηνή της υπόλοιπης Ευρώπης.
Το Axia Festival, που τείνει να γίνει θεσμός, πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Διεθνές Μουσικό Σωματείο Gina Bachauer, τον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα, το Σωματείο Φίλων Jose Carreas Ελλάδος, που αγωνίζεται για την καταπολέμηση της λευχαιμίας και με τα Jeunesses Musicales Ελλάδος.
Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010
Η ιστορία του Ασπροπύργου ανατρέπει τα στερεότυπα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19-08-10
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΡΕΥΝΑ. Ο προπάππος του, Νίκος Λιάκος (Κόλι Σταμάτης, 1874-1961) ήταν ένας από τους τελευταίους άνδρες που φορούσαν την τοπική φορεσιά του Ασπροπύργου. Για τον Παναγιώτη Πέστροβα, η «υπόθεση» Ασπρόπυργος δεν έχει απλώς τον χαρακτήρα της συναισθηματικής διασύνδεσης με τον γενέθλιο τόπο. Ερευνητής της παράδοσης, των εθίμων, των λαϊκών φορεσιών και των τοπικών χορών της ευρύτερης περιοχής του Θριασίου Πεδίου, προσφέρει τα τελευταία χρόνια υπηρεσίες στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ανασυστήνοντας το λαογραφικό παρελθόν της και γνωστοποιώντας τα αποτελέσματα των ερευνών του.
Στην ιστοσελίδα του αναφέρει ότι «ώς το 1899, ο Ασπρόπυργος ήταν γνωστός ως “Καλύβια της Χασιάς”. Από προφορική παράδοση γνωρίζουμε, ότι μαζεύτηκαν, τότε, οι κεφαλές του χωριού για να καταλήξουν πώς θα ονομάσουν το χωριό τους. Αρκετά άτομα έλεγαν να το πουν Θρία ή Θριάσιο. Μη γνωρίζοντας όμως την ιστορική προέλευση του ονόματος Θρία και σκεπτόμενοι ότι “θρι” είναι η κόνιδα κατά την τοπική διάλεκτο, αποφάσισαν να το ονομάσουν Ασπρόπυργο, επειδή τότε γίνονταν οι ανασκαφές και είχαν βρεθεί τα ερείπια αρχαίου κτιρίου που οι ντόπιοι το έλεγαν “πυρκ-ι-μπαρδ”, που σημαίνει στην τοπική διάλεκτο πύργος άσπρος».
Είναι ατέλειωτες οι ιστορίες που μπορεί να διηγηθεί ο 38χρονος Παναγιώτης Πέστροβας, ο οποίος εργάζεται στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ασπροπύργου. Δεινός συλλέκτης κάθε ιστορικού ή λαογραφικού αντικειμένου που έχει σχέση με τον Ασπρόπυργο και γενικότερα την ευρύτερη περιοχή, έχει τάξει στον εαυτό του να συμβάλει όσο μπορεί ώστε να κάνει ευρύτερα γνωστό τον πλούτο της τοπικής ιστορίας.
Για τον σκοπό αυτό έχει δημιουργήσει σχετικές ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο, τις οποίες διαρκώς εμπλουτίζει. Πολλοί εντυπωσιάζονται με το εύρος των λαογραφικών αντικειμένων, τις περίτεχνες φορεσιές, την ποικιλία των χορών, το πλήθος των παλαιών σωζόμενον φωτογραφικών τεκμηρίων, που ανασυστήνουν μια εικόνα τελείως διαφορετική από αυτή που έχουμε σήμερα για τον Ασπρόπυργο και γενικότερα την ευρύτερη περιοχή. Οπως λέει ο Παναγιώτης Πέστροβας, η βαθιά αλλαγή στη μορφή και την ανθρωπογεωγραφία της πόλης τις τελευταίες δεκαετίες δημιούργησαν αυτό το ρήγμα με το παρελθόν.
Με μεράκι έχει συλλέξει και συνεχίζει να συλλέγει πληροφορίες για τις τοπικές φορεσιές του Ασπρόπυργου, της Ελευσίνας και γενικότερα της Αττικής.
Εντυπωσιάζει το βάθος της γνώσης του για κάθε χορό της περιοχής του, τους οποίους έχει εξετάσει χρονολογικά, Ενδεικτικά λέει για τον Ασπρόπυργο ότι «ουδέποτε οι άντρες συμμετείχαν στον χορό στην πλατεία του χωριού παρά ελάχιστες φορές και δη μόνο τις Απόκριες, αφού είχαν σταματήσει τον χορό οι γυναίκες».
Τα έθιμα του Ασπροπύργου αποτελούν επίσης ξεχωριστή ενότητα. Χαρακτηριστική η περιγραφή που δίνει για το τριήμερο πανηγύρι της πολιούχου του Ασπροπύργου, Αγίας Παρασκευής, που είχε αρχίσει τον 19ο αιώνα.
«Στόχος μου είναι να γίνει ευρύτερα αντιληπτό ότι το Θριάσιο Πεδίο είναι μια ιστορική περιοχή με μεγάλη λαογραφική παράδοση», υποστηρίζει. «Δεν είναι μόνο μόλυνση και υποβάθμιση. Εδώ έζησαν άνθρωποι που δημιούργησαν και κληροδότησαν έναν πλούτο».
Σόουλ και φανκ διάθεση σε ρετρό στυλ Motown
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20-08-10
Νίκος Bατόπουλος
ΣΟΟΥΛ. H Σάρον Τζόουνς έχει περάσει τα 50 αλλά η φωνή της ποτέ δεν ήταν τόσο ζεστή, στέρεη και βαθιά συγχρόνως. Το άλμπουμ που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τους The Dap Kings και τίτλο «I Learned the Hard Way» έχει πάει πολύ καλά και έχει ανανεώσει τη συζήτηση για το πού μπορεί να πάει η σύγχρονη σόουλ και φανκ σκηνή.
Εχει ένα κλίμα 50s και 60s όλο το άλμπουμ, με το ομώνυμο «I Learned the Hard Way», «Better Things», «Mama Don’t Like My Man» και «The Game Gets Old» να είναι ιδιαίτερα δημοφιλή. Ορισμένοι δεν δίστασαν να πουν ότι όλο το άλμπουμ αποπνέει έναν αέρα Motown! Δεν έχουν άδικο. Η φωνή της Σάρον Τζόουνς πηγαίνει με βέλος στην καρδιά, έχει ειλικρίνεια και πίστη. Ανακαλεί τις μεγάλες στιγμές της σόουλ πριν από μισόν αιώνα.
Αυτό, όμως, που για κάποιους είναι προτέρημα, για ορισμένους άλλους είναι μειονέκτημα. Αν σήμερα, λένε, ακούμε σόουλ που μας παραπέμπει στο 1960, αξίζει να προβληματιστούμε για το μέλλον του είδους. Ωστόσο, ζητούμενο παραμένει η απόλαυση. Και η Σάρον Τζόουνς «σηκώνει» μόνη στην πλάτη και τα 12 τραγούδια του άλμπουμ και τα απογειώνει φωνητικά με άψογη τεχνική και ερμηνεία. Δείχνει ότι έχει μπροστά της μερικά όμορφα χρόνια ωριμότητας.
Sharon Jones & The Dap-Kings, «I Learned the Hard Way» (Daptone Records).
Σύρος, σε δυναμική τροχιά το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κυκλάδων
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 17-08-10
Νίκος Bατόπουλος
ΜΟΥΣΙΚΗ. Από χθες, η Σύρος είναι και πάλι κέντρο κλασικής μουσικής, καθώς άρχισαν οι συναυλίες του 6ου Διεθνούς Μουσικού Φεστιβάλ Κυκλάδων. Θεσμός πλέον, με διεθνή εμβέλεια και ενθουσιασμό τόσο από πλευράς των σολίστ όσο και από πλευράς του κοινού, το Φεστιβάλ Κυκλάδων, που αξιοποιεί υποδειγματικά το υπέροχο Θέατρο Απόλλων στην Ερμούπολη, αποτελεί δικαίωση για τους εμπνευστές του. Είναι, πλέον, ένα μοντέλο πολιτιστικής υποδομής σε μικρούς τόπους με αφετηρία την ιδιωτική πρωτοβουλία και την αρωγή τοπικών αρχών και κεντρικής διοίκησης.
Χάρη στον βιολονίστα Γιάννο Μαργαζιώτη, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ και τη μεθοδική δουλειά που γίνεται τα τελευταία χρόνια, μουσικοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό επιθυμούν να δώσουν το «παρών». Χθες, η εναρκτήρια συναυλία ήταν με τον εκλεκτό πιανίστα Αρη Γαρουφαλή, το σύνολο Artis piano Trio και τη σύμπραξη δύο σολίστ από την Τουρκία.
Ακολουθούν σημαντικές συναυλίες με Γιάννη Βακαρέλη, Νίκο Νικόπουλο, Λεωνίδα Καβάκο. Mihael Martin, Stephan Picard, Leo Winland, Αγγέλα Γιαννάκη, Νικόλα Καβάκο, Radovan Vlatkovic, Tolga Alpay, Frans Helmerson, Nobuko Imai, Κουαρτέτο εγχόρδων Michelangelo, Βασίλη Παπαβασιλείου κ.ά. Επίσης, φέτος, για δεύτερη χρονιά θα λειτουργήσουν τμήματα Θερινής Ακαδημίας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ Κυκλάδων γεννήθηκε από τη συνεργασία τεσσάρων ανθρώπων (Φώτης Καραγιαννόπουλος, Κώστας Φωτόπουλος, Γιώργος Φουφόπουλος, Γιάννος Μαργαζιώτης) με σκοπό να «σπάσουν» την πολιτιστική απομόνωση του Αιγαίου. Σταδιακά, η πρωτουβουλία απέκτησε πειθώ, δύναμη και κοινό. Σήμερα, είναι παράγων πολιτιστικής ανάπτυξης. «Ενισχύθηκε σημαντικά η αναγνωρισιμότητα του Φεστιβάλ, αλλά και ο διεθνής χαρακτήρας του στο εξωτερικό», λέει ο Γιάννος Μαργαζιώτης.
«Οφείλεται κυρίως στις ειδικές μετακλήσεις από το εξωτερικό που κάθε χρόνο πραγματοποιούμε, διευρύνοντας με τον τρόπο αυτό το πεδίο συνεργασίας και κατ’ επέκταση δημιουργίας μεταξύ Ελλήνων και ξένων μουσικών».
Παράλληλα, αναβιώνει και η μουσική ζωή που κάποτε ήκμαζε στην Ερμούπολη. Το Θέατρο Απόλλων είναι θαυμάσια στέγη για κλασική μουσική και χώρος ικανός να εμπνεύσει υψηλού κύρους συνεργασίες.
Ο χρυσός ως «άνθραξ»
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
08-07-10
Του Νίκου Bατόπουλου
Περιθώρια για ανοχή των αποτυχημένων πρακτικών του παρελθόντος δεν υπάρχουν. Η Αθήνα έχει την τύχη να διαθέτει ένα από τα ωραιότερα αμφιθέατρα του κόσμου, το Ηρώδειο, και όσοι καλλιτέχνες έχουν εμφανιστεί στη σκηνή του αντικρίζοντας τον φωταγωγημένο Παρθενώνα μιλούν για μοναδική εμπειρία. Εχουμε στα χέρια «χρυσάφι», αλλά δεν έχουμε πείσει ότι γνωρίζουμε τον τρόπο να συνδέσουμε αυτόν τον πλούτο με τη σύγχρονη ζωή και το διεθνές περιβάλλον.
Το Ηρώδειο δεν μπορεί ούτε ξέφραγο αμπέλι να είναι ούτε να προσδιορίζει την ταυτότητά του από τις επιλογές και το γούστο των μελών του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Η Ελλάδα έχει υποχρέωση να κρατήσει το Ηρώδειο ως ένα θέατρο υψηλών προδιαγραφών και να το διαφημίζει ως ένα τόπο όπου το διεθνές κοινό μπορεί να δει και να ακούσει τους «τοπ» καλλιτέχνες του κόσμου, με λάμψη και μαγεία, σε ένα μοναδικό περιβάλλον. Για να το επιτύχει κανείς αυτό (και να βοηθήσει και την Αθήνα να αποκτήσει λίγο γκλάμορ και λίγα χρήμα παραπάνω) πρέπει να έχει ένα ευέλικτο σχήμα διοίκησης και η χρήση του θεάτρου να προσαρμοστεί στα περιθώρια αντοχής του που θα ορίσουν οι αρχαιολόγοι.
Αλλά, για να γίνει το Ηρώδειο ταυτόσημο της υψηλής τέχνης, πρέπει πρώτα η ίδια η Ελλάδα να το θέλει και να δείξει ότι μπορεί να το επιτύχει με σοβαρότητα και χωρίς συμπλέγματα. Θέατρα για «όλους» χωρίς χαρακτήρα, έχουμε πολλά. Ηρώδειο, έχουμε ένα. Και μάλιστα στα πόδια της Ακρόπολης στην καρδιά της πρωτεύουσάς μας. Για μια πόλη, τόσο προβληματική και τόσο εχθρική στους επισκέπτες της, όπως η Αθήνα, η ύπαρξη ενός τέτοιου «δώρου» θα έπρεπε να θεωρείται ευλογία.
Το Ηρώδειο έχει τις προδιαγραφές να φέρει στην Αθήνα αυτούς που θέλουμε, αλλά δεν το λέμε καθαρά. Θέλουμε τους καλύτερους καλλιτέχνες της όπερας, του easy listening, του θεάτρου, και κοινό που θα ξοδέψει για να συνδυάσει άρτον και θεάματα στην Αθήνα και τα νησιά. Αλλά για να γίνει αυτό δεν μπορεί να εμπλέκεται ο γηραλέος μηχανισμός ούτε να στήνονται προγράμματα στο πόδι. Τα πράγματα είναι απλά. Αλλά η απλότητα προϋποθέτει ευφυΐα.
Τουρίστας και πάλι στον τόπο μου
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 29-05-10
Tου Nίκου Bατόπουλου
Είχα χρόνια να ανέβω στην Ακρόπολη, όπως χρόνια είχα να επισκεφθώ την Αρχαία Ολυμπία και τον Μυστρά. Σε ένα πνεύμα «επιστροφής στην Ελλάδα», ακολούθησα ορισμένους από τους πιο τουριστικούς δρόμους. Οταν μπει κανείς στον ρόλο του τουρίστα στον τόπο του, τα πράγματα αποκτούν άλλα μεγέθη. Οπως στην Ακρόπολη, όπου με το διόλου ευκαταφρόνητο εισιτήριο των 12 ευρώ (που περιλαμβάνει και άλλους αρχαιολογικούς χώρους), ο επισκέπτης έχει πρώτη επαφή με την παράγκα έκδοσης εισιτηρίων. Μια πρώτη επαφή που κραυγάζει «ελληνικό Δημόσιο» στα χειρότερά του στο υπ’ αριθ. ένα αξιοθέατο της χώρας. Οσο και αν σε αποζημιώνει η επαφή με τα μνημεία της Ακρόπολης, η ανάβαση γίνεται μέσα από ξερόχορτα και μια αίσθηση εγκατάλειψης, παραίτησης και αδιαφορίας. Εκεί, όπου θα έπρεπε να είναι ένας βοτανικός κήπος της Αττικής, είναι η γνωστή ελληνική κατάσταση του βαθέος δημοσίου τομέα. Χαρακτηριστικό της αδιαφορίας, είναι ότι ανάμεσα στα δεντράκια και μέσα στα ξερόχορτα (μόλις λίγα μέτρα από το εκδοτήριο εισιτηρίων) βρήκα ένα πεταμένο πορτοφόλι Αμερικανίδας τουρίστριας, το οποίο εμφανώς βρισκόταν εκεί επί σειρά ημερών.
Πέρα από τους πλανόδιους που πωλούν τα «γιαπωνέζικα» παρασόλια και το πανάκριβο κυλικείο, η θέα της Αθήνας από ψηλά σε προσγειώνει. Ακουσα σχόλιο ότι θυμίζει Μέξικο Σίτι ή Σάο Πάολο ή έστω μια γιγαντωμένη Ραμάλα. Αυτό το μείζον θέμα ουδέποτε απασχόλησε πολιτικές ηγεσίες.
Η επαφή με τα μνημεία μας γίνεται μέσα από την εξωφρενική οπισθοδρομική αντίληψη του δημόσιου τομέα. Στην Επίδαυρο, οι επιγραφές και οι σημάνσεις είναι ενδεικτικές ενός υπανάπτυκτου κράτους. Τα πωλητήρια είναι για τα κλάματα. Παντού. Οι τουαλέτες στο όριο του ανεκτού. Τα κυλικεία απλώς απαράδεκτα. Στην Αρχαία Ολυμπία, δε, το υπαίθριο καφέ θυμίζει σνακ μπαρ της δεκαετίας του ’70 με χειρόγραφο τιμοκατάλογο ανηρτημένο στον τοίχο μόνο στα ελληνικά. Ο τουρίστας έχει απέναντί του πληροφορία ότι διατίθεται «τοστ ανάμεικτο». Είπατε τίποτε;
Η ομορφιά, βέβαια, των τόπων σε κάνει να τα ξεχνάς όλα αυτά, αλλά ως Ελληνας αναρωτιέσαι... Σε όλες τις διαδρομές οι σημάνσεις είναι επιεικώς ανεπαρκείς και δεν είναι περίεργο ότι όταν ρώτησα ξένο φίλο αν θα έκανε μόνος του περιοδεία στην Ελλάδα, μου είπε. «Θα το σκεφτόμουν. Είναι μια χώρα που δεν είναι φιλική στον τουρίστα». Το διαπίστωσα και εγώ γιατί όπου πήγα δεν υπήρχε κοινή λογική.
Tου Nίκου Bατόπουλου
Είχα χρόνια να ανέβω στην Ακρόπολη, όπως χρόνια είχα να επισκεφθώ την Αρχαία Ολυμπία και τον Μυστρά. Σε ένα πνεύμα «επιστροφής στην Ελλάδα», ακολούθησα ορισμένους από τους πιο τουριστικούς δρόμους. Οταν μπει κανείς στον ρόλο του τουρίστα στον τόπο του, τα πράγματα αποκτούν άλλα μεγέθη. Οπως στην Ακρόπολη, όπου με το διόλου ευκαταφρόνητο εισιτήριο των 12 ευρώ (που περιλαμβάνει και άλλους αρχαιολογικούς χώρους), ο επισκέπτης έχει πρώτη επαφή με την παράγκα έκδοσης εισιτηρίων. Μια πρώτη επαφή που κραυγάζει «ελληνικό Δημόσιο» στα χειρότερά του στο υπ’ αριθ. ένα αξιοθέατο της χώρας. Οσο και αν σε αποζημιώνει η επαφή με τα μνημεία της Ακρόπολης, η ανάβαση γίνεται μέσα από ξερόχορτα και μια αίσθηση εγκατάλειψης, παραίτησης και αδιαφορίας. Εκεί, όπου θα έπρεπε να είναι ένας βοτανικός κήπος της Αττικής, είναι η γνωστή ελληνική κατάσταση του βαθέος δημοσίου τομέα. Χαρακτηριστικό της αδιαφορίας, είναι ότι ανάμεσα στα δεντράκια και μέσα στα ξερόχορτα (μόλις λίγα μέτρα από το εκδοτήριο εισιτηρίων) βρήκα ένα πεταμένο πορτοφόλι Αμερικανίδας τουρίστριας, το οποίο εμφανώς βρισκόταν εκεί επί σειρά ημερών.
Πέρα από τους πλανόδιους που πωλούν τα «γιαπωνέζικα» παρασόλια και το πανάκριβο κυλικείο, η θέα της Αθήνας από ψηλά σε προσγειώνει. Ακουσα σχόλιο ότι θυμίζει Μέξικο Σίτι ή Σάο Πάολο ή έστω μια γιγαντωμένη Ραμάλα. Αυτό το μείζον θέμα ουδέποτε απασχόλησε πολιτικές ηγεσίες.
Η επαφή με τα μνημεία μας γίνεται μέσα από την εξωφρενική οπισθοδρομική αντίληψη του δημόσιου τομέα. Στην Επίδαυρο, οι επιγραφές και οι σημάνσεις είναι ενδεικτικές ενός υπανάπτυκτου κράτους. Τα πωλητήρια είναι για τα κλάματα. Παντού. Οι τουαλέτες στο όριο του ανεκτού. Τα κυλικεία απλώς απαράδεκτα. Στην Αρχαία Ολυμπία, δε, το υπαίθριο καφέ θυμίζει σνακ μπαρ της δεκαετίας του ’70 με χειρόγραφο τιμοκατάλογο ανηρτημένο στον τοίχο μόνο στα ελληνικά. Ο τουρίστας έχει απέναντί του πληροφορία ότι διατίθεται «τοστ ανάμεικτο». Είπατε τίποτε;
Η ομορφιά, βέβαια, των τόπων σε κάνει να τα ξεχνάς όλα αυτά, αλλά ως Ελληνας αναρωτιέσαι... Σε όλες τις διαδρομές οι σημάνσεις είναι επιεικώς ανεπαρκείς και δεν είναι περίεργο ότι όταν ρώτησα ξένο φίλο αν θα έκανε μόνος του περιοδεία στην Ελλάδα, μου είπε. «Θα το σκεφτόμουν. Είναι μια χώρα που δεν είναι φιλική στον τουρίστα». Το διαπίστωσα και εγώ γιατί όπου πήγα δεν υπήρχε κοινή λογική.
Αθηναϊκή παρακμή
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 17-06-10
Tου Νίκου Βατόπουλου
Αυτό που βλέπουν όλοι οι πολίτες (αλλά όχι οι αρμόδιοι υπουργοί) κατονόμασε ο βουλευτής κ. Κώστας Καρτάλης, ως πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος. Οτι η πλατεία Μοναστηρακίου είναι μία οικτρή αποτυχία, ακριβοπληρωμένη, μεγέθυνση της αβελτηρίας του κράτους αλλά και της κοινωνικής ασυδοσίας.
Ο κ. Καρτάλης εμμέσως πλην σαφώς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η Αθήνα αντί να παραδώσει στο κοινό μία πρώτης ποιότητας πλατεία στην καρδιά της ιστορικής πόλης, δημιούργησε μία δεύτερη (αποκρουστική) Ομόνοια. Είναι η αλήθεια. Ας έρθει ένας από τους αρμόδιους υπουργούς να περπατήσει στο Μοναστηράκι και θα περιμένουμε τις κρίσεις του. Είναι σαφές ότι διαχειρίζονται κομμάτια της πόλης που γνωρίζουν μόνο στα χαρτιά.
Σε μία άλλη χώρα, κανένας υπουργός δεν θα είχε πρόσωπο να εμφανιστεί αν μία ιστορική πλατεία μέσα σε ελάχιστους μήνες από την παράδοσή της (και αφού είχε μείνει γιαπί επί μία δεκαετία) είχε φθάσει σε αυτό το επίπεδο απαξίωσης και ακαλαισθησίας. Δεν είναι μόνο που η πλατεία Μοναστηρακίου έχει μερικά από τα αθλιέστερα κτίρια (μεταξύ Ηφαίστου και Ερμού) που θα έπρεπε να είχαν απαλλοτριωθεί «όταν είχαμε λεφτά», είναι που αναπαράγει το κλίμα καθημερινότητας που απεχθάνεται ο μέσος πολίτης. Ρυπαρότητα και παράνομο εμπόριο. Στην καρδιά της τουριστικής Αθήνας καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να απομακρύνει τις παράγκες από τη βάση του Τζαμιού, που είναι μουσείο. Εχει δει κανένας υπουργός κανένα μουσείο σε καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, που θέλει να είναι και τουριστική, να διατηρεί καταστήματα-παράγκες στο ισόγειο ενός μνημείου επειδή φοβάται η κάθε κυβέρνηση μήπως χάσει 100 - 200 ψήφους;
Και να ήταν μόνο αυτό. Ολη η Αθήνα είναι στο έλεος των μικροπωλητών και το κακό είναι ότι συνηθίσαμε να βλέπουμε αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση με φόντο ακόμη και την Ακρόπολη. Και λίγα είπε χθες ο κ. Κ. Καρτάλης. Οι ευθύνες είναι πολύ μεγαλύτερες. Και την παρακμή της Αθήνας θα την πληρώσουν όσοι την οδηγούν στην καταστροφή και στην εξαφάνισή της από τον τουριστικό χάρτη της Ευρώπης. Ακόμη και η Αδριανού και η Αποστόλου Παύλου (που ακριβοπληρώσαμε) έχουν παρασυρθεί προς τα κάτω. Μήπως ζούμε σε άλλη πόλη εμείς και σε άλλη οι υπουργοί;
Tου Νίκου Βατόπουλου
Αυτό που βλέπουν όλοι οι πολίτες (αλλά όχι οι αρμόδιοι υπουργοί) κατονόμασε ο βουλευτής κ. Κώστας Καρτάλης, ως πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος. Οτι η πλατεία Μοναστηρακίου είναι μία οικτρή αποτυχία, ακριβοπληρωμένη, μεγέθυνση της αβελτηρίας του κράτους αλλά και της κοινωνικής ασυδοσίας.
Ο κ. Καρτάλης εμμέσως πλην σαφώς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η Αθήνα αντί να παραδώσει στο κοινό μία πρώτης ποιότητας πλατεία στην καρδιά της ιστορικής πόλης, δημιούργησε μία δεύτερη (αποκρουστική) Ομόνοια. Είναι η αλήθεια. Ας έρθει ένας από τους αρμόδιους υπουργούς να περπατήσει στο Μοναστηράκι και θα περιμένουμε τις κρίσεις του. Είναι σαφές ότι διαχειρίζονται κομμάτια της πόλης που γνωρίζουν μόνο στα χαρτιά.
Σε μία άλλη χώρα, κανένας υπουργός δεν θα είχε πρόσωπο να εμφανιστεί αν μία ιστορική πλατεία μέσα σε ελάχιστους μήνες από την παράδοσή της (και αφού είχε μείνει γιαπί επί μία δεκαετία) είχε φθάσει σε αυτό το επίπεδο απαξίωσης και ακαλαισθησίας. Δεν είναι μόνο που η πλατεία Μοναστηρακίου έχει μερικά από τα αθλιέστερα κτίρια (μεταξύ Ηφαίστου και Ερμού) που θα έπρεπε να είχαν απαλλοτριωθεί «όταν είχαμε λεφτά», είναι που αναπαράγει το κλίμα καθημερινότητας που απεχθάνεται ο μέσος πολίτης. Ρυπαρότητα και παράνομο εμπόριο. Στην καρδιά της τουριστικής Αθήνας καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να απομακρύνει τις παράγκες από τη βάση του Τζαμιού, που είναι μουσείο. Εχει δει κανένας υπουργός κανένα μουσείο σε καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, που θέλει να είναι και τουριστική, να διατηρεί καταστήματα-παράγκες στο ισόγειο ενός μνημείου επειδή φοβάται η κάθε κυβέρνηση μήπως χάσει 100 - 200 ψήφους;
Και να ήταν μόνο αυτό. Ολη η Αθήνα είναι στο έλεος των μικροπωλητών και το κακό είναι ότι συνηθίσαμε να βλέπουμε αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση με φόντο ακόμη και την Ακρόπολη. Και λίγα είπε χθες ο κ. Κ. Καρτάλης. Οι ευθύνες είναι πολύ μεγαλύτερες. Και την παρακμή της Αθήνας θα την πληρώσουν όσοι την οδηγούν στην καταστροφή και στην εξαφάνισή της από τον τουριστικό χάρτη της Ευρώπης. Ακόμη και η Αδριανού και η Αποστόλου Παύλου (που ακριβοπληρώσαμε) έχουν παρασυρθεί προς τα κάτω. Μήπως ζούμε σε άλλη πόλη εμείς και σε άλλη οι υπουργοί;
Νιρβάνας και Πολίτης
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 08-06-10
Tου Νίκου Βατόπουλου
Ισως ήταν η ανάγκη να ξαναπατήσω σε κάτι σταθερό, που με έστρεψε να ασχοληθώ με τις πρόσφατες επανεκδόσεις παλαιών ελληνικών μυθιστορημάτων από τις αρχές του 20ού αιώνα. Είχα από καιρό στα «αδιάβαστα» την επανέκδοση ενός μυθιστορήματος του Παύλου Νιρβάνα («Το Αγριολούλουδο», εκδ. Πατάκη) και ήρθε και η νέα σειρά των εκδόσεων «Ελληνικά Γράμματα», που άρχισε με Κοσμά Πολίτη και Γαλάτεια Καζαντζάκη. Μαζί λοιπόν με το «Αγριολούλουδο», είχα και το «Λεμονοδάσος» και μία ωραία θέα στον αθηναϊκό μεσοπόλεμο.
Εχω λίγες σελίδες για να τελειώσω το βιβλίο του Παύλου Νιρβάνα, αλλά ομολογώ ότι νιώθω ήδη γεμάτος από αίσθημα νοσταλγία για την παλιά Ελλάδα. Θα φταίει το κλίμα της εποχής, που σε βουλιάζει αν δεν έχεις πολλές εσωτερικές αντιστάσεις, γι’ αυτό και έπιασα τον εαυτό μου να «αναπαύεται» στις μοναδικές περιγραφές που κάνει ο Νιρβάνας για τα ελατοδάση της Κεφαλονιάς, που με το μυρωμένο αέρα τους γιάτρευαν φιλάσθενη Αθηναία κόρη. Ο φιλόλογος Γιάννης Παπακώστας που επιμελείται της σειράς «Επί τα ίχνη» (των εκδόσεων Πατάκη) έκανε μία εξαιρετική επαναφορά στη ζωή αυτού του μεσοπολεμικού μυθιστορήματος, εγχείρημα που για τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» έχει αναλάβει η συγγραφέας και καθηγήτρια Αγγέλα Καστρινάκη (που επιμελείται τη σειρά «Πεζογραφικές Επισημάνσεις»). Πρόσφατα, και η «Εστία» που έχει την κλασική, πολύτομη Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, επανέκδωσε σε ανεξάρτητη, επιμελημένη σειρά τον Αγγελο Τερζάκη και τη Μαρία Ιορδανίδου. Αυτό που έγινε τόσο επιτυχημένα πριν από 20 - 22 χρόνια από τη «Νεφέλη» (από τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Ν. Βαγενά) αλλά και από τις εκδόσεις «Στιγμή» του Επ. Γονατά, για τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, γίνεται τώρα για ξεχασμένα έργα του ελληνικού μεσοπολέμου από άλλες εκδοτικές σειρές. Είναι ένας πλούτος και απαιτεί κουράγιο, καθώς τα βιβλία αυτά δεν μπορούν να πετύχουν υψηλές πωλήσεις. Ωστότο, η καλαισθησία και η ποιότητα γραφής του Παύλου Νιρβάνα είναι ένα βάλσαμο. Συμπτωματικά, είχα διαβάσει στην εφημερίδα «Εστία» του περασμένου Σαββάτου την ανατύπωση χρονογραφήματος του Νιρβάνα από το 1910 με θέμα το Παλαιό Φάληρο. Μοναδικό.
Απειλείται με κατεδάφιση το «Ηρώον» στο Ηράκλειο Κρήτης
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 22-06-10
Του Νίκου Βατόπουλου
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ. Ενα μείζον θέμα νεώτερης αρχιτεκτονικής και διαχείρισης ιστορικής μνήμης απασχολεί το Ηράκλειο Κρήτης. Η απαξίωση με την οποία περιβάλλει το υπουργείο Πολιτισμού το «Ηρώον» στην Πλατεία Ελευθερίας έχει προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις από αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες, οι οποίοι επισημαίνουν ότι το μνημείο αποτελεί κομμάτι της ιστορίας τη πόλης.
Το «Ηρώον», που το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπ. Πολιτισμού θεωρεί ανάξιο διατηρήσεως (από το 2006), είναι κτίσμα του 1930 και αποτελεί υλοποίηση μιας ιδέας του αρχαιολόγου Σπυρ. Μαρινάτου. Σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Κυριακό (με μεγάλη δράση στην πόλη) σε ρυθμό νεο-μινωικό. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών του Αρθουρ Εβανς είχαν δημιουργήσει το πλαίσιο υποδοχής ενός «Μινωικού Μεγάρου». Το «Ηρώον» ήταν το σύμβολο της πόλης για τον εορτασμό της Εκατονταετηρίδας από την Εθνική Παλιγγενεσία (1830 - 1930). Χτίστηκε σε οικόπεδο που παραχώρησε η Νομαρχία στον Δήμο Ηρακλείου και η ανέγερση χρηματοδοτήθηκε από δημόσιους εράνους.
Το «Ηρώον» περιέπεσε σταδιακά σε απαξίωση από την περίοδο της Κατοχής. Προηγουμένως, στέγασε το πρώτο Ιστορικό-Εθνολογικό Μουσείο της Κρήτης με κειμήλια των Κρητικών Επαναστάσεων, αλλά λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά τον Μάιο του 1941. «Εγκατάλειψη και βεβήλωση είναι οι λέξεις που μπορούν να περιγράψουν τη σημερινή κατάσταση του μνημείου, το οποίο εγκλωβίζεται ανάμεσα σε μεταγενέστερα προσκτίσματα, όπως οι τουαλέτες (!) και τα πρόχειρα υπόστεγα», γράφει ο αρχαιολόγος Γιώργος Α. Τζωράκης, ο οποίος έχει εκπονήσει λεπτομερή επιστημονική μελέτη για το «Ηρώον».
«Τα ιερά κέρατα που επέστεφαν τον θριγκό του μνημείου έχουν εξαφανιστεί, ενώ οι γυάλινοι φεγγίτες έχουν αντικατασταθεί με σιδερένια πλέγματα και λαμαρίνες. Οι σοβάδες αποκολλώνται και η τοιχοποιία ρηγματώνεται με γοργούς ρυθμούς από την οργιώδη βλάστηση που αναπτύσσεται πάνω στα αρχιτεκτονικά μέρη του “Ηρώου”», σημειώνει. Ο κ. Γ. Τζωράκης αναλύει με ακρίβεια όλες τις πτυχές του ζητήματος, η μελέτη του οποίου δεν αφήνει κανένα ερώτημα δίχως σαφή απάντηση.
Ο χώρος στον οποίο ευρίσκεται το «Ηρώον» έχει πλέον αποδοθεί σε ιδώτες, στους οποίους περιήλθε η κυριότητα έπειτα από δικαστικούς αγώνες. Παρότι τα σχέδια πόλης του Ηρακλείου χαρακτηρίζουν τον χώρο κοινόχρηστο και αδόμητο, οι ιδιοκτήτες έχουν αιτηθεί την κατεδάφιση του μνημείου και την ανέγερση νέας οικοδομής. Τα τελευταία χρόνια, ο περιβάλλων χώρος λειτουργεί ως πάρκινγκ!
Η επιστημονική εργασία του Γ. Α. Τζωράκη διαβιβάστηκε από το Παράρτημα Κρήτης του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων στην Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Εργων Κρήτης ώστε να κηρυχθεί διατηρητέο. Ομως, η Κεντρική Υπηρεσία στην Αθήνα ενημέρωσε ότι δεν θα προωθήσει τον επικαιροποιημένο φάκελο στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων επειδή «δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία για την επαναξιολόγηση του μνημείου»!
Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης σε γραμματόσημα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 22-06-10
Νίκος Bατόπουλος
ΦΙΛΟΤΕΛΙΣΜΟΣ
Ηταν επόμενο, το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης να αποτελέσει ξεχωριστό θέμα αναμνηστικής σειράς γραμματοσήμων. Η νέα σειρά, (από χθες σε κυκλοφορία), αποτελείται από πέντε αξίες με εκθέματα του Μουσείου, ενώ στην αξία του ενός ευρώ απεικονίζεται η πρόσοψη και κύρια είσοδος του Μουσείου από την οδό Δ. Αρεοπαγίτου.
Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον είναι ότι η νέα σειρά είναι σχεδιασμένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Κούκο. Τα ΕΛΤΑ έχουν συχνά συνεργαστεί με εικαστικούς καλλιτέχνες και σαφώς υπάρχει περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης αυτής της πολιτικής. Η σχεδιαστική απεικόνιση από τον Δημήτρη Κούκο έχει έναν μετα-ιμπρεσιονιστικό χαρακτήρα με ελκυστικό αποτέλεσμα. Ως θεματική επιλογή ξεχωρίζει ο «Μαρμάρινος Σκύλος» και ως σύνθεση η «Οψη της Αίθουσας του Παρθενώνα».
Είναι σωστή η αφιέρωση μιας σειράς στο Μουσείο Ακροπόλεως. Αλλά είναι ένα θέμα απολύτως προβλέψιμο, που δεν διαχέει πληροφόρηση ούτε αποτίει τιμή. Είναι μία αντανάκλαση του νέου αστικού και πολιτιστικού τοπίου, θεμιτή και αναγκαία, αλλά ενδεικτική του περιθωρίου που υπάρχει για θέματα με μεγαλύτερη φαντασία. Επίσης, είναι αναγκαίο το άνοιγμα των ΕΛΤΑ στη νέα γενιά Ελλήνων γραφιστών (ταλαντούχοι καλλιτέχνες που διακρίνονται, π.χ., στα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης). Το νέο ντιζάιν made in Greece έχει πολλά περιθώρια εφαρμογής στην ιδιαίτερη τέχνη του γραμματοσήμου αλλά και όλου του επικοινωνιακού προφίλ των ΕΛΤΑ. Ενας πολύ καλός ζωγράφος δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι εξ ίσου καλός στη δημιουργία ενός γραμματοσήμου. Εκεί, μπορεί να επιτύχει περισσότερο ένας ταλαντούχος γραφίστας, που είναι κι αυτός καλλιτέχνης.
Νίκος Bατόπουλος
ΦΙΛΟΤΕΛΙΣΜΟΣ
Ηταν επόμενο, το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης να αποτελέσει ξεχωριστό θέμα αναμνηστικής σειράς γραμματοσήμων. Η νέα σειρά, (από χθες σε κυκλοφορία), αποτελείται από πέντε αξίες με εκθέματα του Μουσείου, ενώ στην αξία του ενός ευρώ απεικονίζεται η πρόσοψη και κύρια είσοδος του Μουσείου από την οδό Δ. Αρεοπαγίτου.
Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον είναι ότι η νέα σειρά είναι σχεδιασμένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Κούκο. Τα ΕΛΤΑ έχουν συχνά συνεργαστεί με εικαστικούς καλλιτέχνες και σαφώς υπάρχει περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης αυτής της πολιτικής. Η σχεδιαστική απεικόνιση από τον Δημήτρη Κούκο έχει έναν μετα-ιμπρεσιονιστικό χαρακτήρα με ελκυστικό αποτέλεσμα. Ως θεματική επιλογή ξεχωρίζει ο «Μαρμάρινος Σκύλος» και ως σύνθεση η «Οψη της Αίθουσας του Παρθενώνα».
Είναι σωστή η αφιέρωση μιας σειράς στο Μουσείο Ακροπόλεως. Αλλά είναι ένα θέμα απολύτως προβλέψιμο, που δεν διαχέει πληροφόρηση ούτε αποτίει τιμή. Είναι μία αντανάκλαση του νέου αστικού και πολιτιστικού τοπίου, θεμιτή και αναγκαία, αλλά ενδεικτική του περιθωρίου που υπάρχει για θέματα με μεγαλύτερη φαντασία. Επίσης, είναι αναγκαίο το άνοιγμα των ΕΛΤΑ στη νέα γενιά Ελλήνων γραφιστών (ταλαντούχοι καλλιτέχνες που διακρίνονται, π.χ., στα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης). Το νέο ντιζάιν made in Greece έχει πολλά περιθώρια εφαρμογής στην ιδιαίτερη τέχνη του γραμματοσήμου αλλά και όλου του επικοινωνιακού προφίλ των ΕΛΤΑ. Ενας πολύ καλός ζωγράφος δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι εξ ίσου καλός στη δημιουργία ενός γραμματοσήμου. Εκεί, μπορεί να επιτύχει περισσότερο ένας ταλαντούχος γραφίστας, που είναι κι αυτός καλλιτέχνης.
Ενοχή και εξιλέωση
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10-07-10
"Το Μοναστήρι", του Πάνου Καρνέζη
Του Νικου Βατοπουλου
Στην Ισπανία της δεκαετίας του ’30 εκτυλίσσεται το νέο μυθιστόρημα του Πάνου Καρνέζη. Το «Μοναστήρι» είναι ένα φιλόδοξο βιβλίο που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Διαθέτει δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά του ευκολοδιάβαστου, με την καλή έννοια, βιβλίου, με πολλές βαθμίδες βαθύτερης ανάλυσης σε ένα δεύτερο επίπεδο. Διαβάζοντας το «Μοναστήρι», δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ ότι ο Πάνος Καρνέζης, ζώντας στην Αγγλία και γράφοντας απευθείας στα αγγλικά (μεταφράζει ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά), έχει αποκτήσει την καθόλου ελληνική ικανότητα της απλής αφήγησης.
Ο Καρνέζης απευθύνεται στον αναγνώστη και όχι στην «παρέα» του. Ενα μάθημα για πολλούς.
Το «Μοναστήρι» είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου που θα μπορούσε κανείς αυθαιρέτως να το εντάξει στην υποθετική κατηγορία του «καθολικού μυστικισμού». Η πλοκή του, που μπορεί να γίνει και ένα θαυμάσιο κινηματογραφικό σενάριο, προσφέρεται για την καλλιέργεια της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας μιας ισπανικής γυναικείας μονής στον Μεσοπόλεμο (και πριν από τον ισπανικό εμφύλιο), όπως οδηγείται να καταλάβει ο αναγνώστης.
Αυτό που με εντυπωσίασε στο νέο βιβλίο του Πάνου Καρνέζη είναι ότι γύρω από την ιστορία, που ξετυλίγεται με πυρήνα την άφιξη ενός αγνώστου ταυτότητας βρέφους στο μοναστήρι, πλέκεται μια ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων, εξαιρετικά σμιλεμένων. Σκεφτόμουν ότι η αφήγηση μιας καλής ιστορίας θέλει πρώτες ύλες την απλότητα, την εμβάθυνση χωρίς επιτήδευση, τη δημιουργία περιβάλλοντος χωρίς περιγραφές. Ο Καρνέζης μας δίνει την ηγουμένη της μονής και τις μοναχές ως αυτόνομες προσωπογραφίες στις οποίες συναντά κανείς τα βασικά στοιχεία της συναισθηματικής νοημοσύνης. Ο φόβος, η ελπίδα, η ενοχή και η εξιλέωση σχηματίζουν ένα ατμοσφαιρικό περιβάλλον που πείθει σαν να έχει δημιουργηθεί από Ισπανό συγγραφέα.
Η ηγουμένη, που είναι η κεντρική τραγική ηρωίδα, είχε στις αρχές του 20ού αιώνα ερωτικό δεσμό και έκανε έκτρωση. Ο αγαπημένος της πέθανε και η ίδια κλείστηκε σε μοναστήρι. Οταν είδε ένα βρέφος στην πόρτα της μονής, πίστεψε ότι ο Θεός την είχε πλέον συγχωρέσει για το αμάρτημά της και ότι είχε δεχθεί τη μετάνοιά της ως ειλικρινή. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Ανάμεσα σε ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα για την ενοχή (που έχει τον πρώτο λόγο και σε παράλληλες ιστορίες του βιβλίου) και σε ένα θρίλερ θρησκευτικής ατμόσφαιρας, ο Πάνος Καρνέζης δίνει στους πολυπληθείς αναγνώστες του ένα διαβαστερό μυθιστόρημα που προσφέρει ευχαρίστηση και σκέψη. Η καθολική Ισπανία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα παρουσιάζεται μέσα από μια δειγματοληπτική φέτα της κοινωνίας της, ερμητική, παραδοσιακή, σκληρή, απόκοσμη αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα αισθησιακή. Η αλληγορία της απομονωμένης γυναικείας μονής αποκτά από μόνη της ένα ειδικό βάρος.
Η δυστυχία τού να είσαι σκύλος στην Ελλάδα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 04-09-10
Του Νικου Βατοπουλου
Υπάρχει ένας (ακόμη) τομέας στην ελληνική ζωή, στον οποίο παίρνουμε κάτω από τη βάση. Είναι ένας τομέας, που θεωρείται «δευτερεύων», αλλά ακριβώς επειδή έτσι τον αξιολογούμε έχουμε κερδίσει τον τίτλο του πιο εχθρικού προς τα ζώα λαού στην Ευρώπη.
Μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά οι μαρτυρίες των ξένων επισκεπτών στη χώρα μας έχουν δικαίως δημιουργήσει εκτός συνόρων μια «μαύρη» εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο φερόμαστε στα ζώα. Η Ελλάδα, δυστυχώς, ας το δεχθούμε, δεν ανήκει στη Δύση σε ό,τι έχει να κάνει με τη μεταχείριση των ζώων, κατοικιδίων και μη.
Στην Ελλάδα, είναι αποδεκτό να μην μπορείς να πας πουθενά με τον σκύλο σου. Να μην μπορείς να μπεις σε λεωφορείο ή σε τραμ, να μην μπορείς να κολυμπήσεις (γιατί ενδέχεται κάποιος υστερικός Ελληνας να σου κάνει παρατήρηση και κάποιοι άλλοι να τον δικαιώσουν), να μην μπορείς να πας σε ένα εστιατόριο. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Αν ο σκύλος σου θανατωθεί από φόλα και αν (στην απίθανη περίπτωση) συλληφθεί ο δράστης, οι επιπτώσεις θα είναι μικρές. Οι κατά συρροήν δολοφόνοι ζώων στην Ελλάδα κυκλοφορούν ελεύθεροι χωρίς τις συνέπειες του νόμου.
Το ίδιο και οι (πολλοί) βασανιστές ζώων. Το ίδιο και όσοι πετάνε στα σκουπίδια κουτάβια ή νεογέννητα γατάκια. Το ίδιο και όσοι θεωρούν θεμιτό να εγκαταλείπουν ζώα στον δρόμο. Καμία από τις πράξεις αυτές δεν αξιόποινη. Είναι συμπεριφορές απέναντι στις οποίες η ελληνική κοινωνία επιδεικνύει ανοχή.
Μειοψηφίες Ελλήνων που αντιδρούν πιέζουν τις αρμόδιες αρχές να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αφενός, οι δήμοι να δημιουργήσουν ως οφείλουν κυνοκομεία, υγειονομικούς ελέγχους και ενημέρωση. Αφετέρου, να διώκονται με ανώτατες ποινές όσοι κακοποιούν ή θανατώνουν ζώα. Είναι αυτονόητα για οποιαδήποτε πολιτισμένη κοινωνία. Οχι για την Ελλάδα.
Φέτος, δέχθηκα ως δημοσιογράφος πλήθος καταγγελιών από πολλά μέρη της Ελλάδος για τραγικές περιπτώσεις κακοποιήσεων, για φόλες, για αδιαφορία των αρχών απέναντι σε παραβάτες ή εγκληματίες. Μηνύματα από την παραλία του Μαραθώνα, τη Μυτιλήνη (όπου η «Κιβωτός» κάνει σπουδαία δουλειά), την Πάρο όπου ένας Ελβετός προσπαθεί να πιέσει τον δήμο να αναλάβει τις ευθύνες του... Οσο θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό είναι δευτερεύον, τόσο άξιοι της μοίρας θα είμαστε στο τελευταίο σκαλί των «πολιτισμένων» κρατών.
Η αγορά πολιτισμού θέλει κοινό νου
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10-07-10
Tου Nικου Bατοπουλου
Επειδή τα αυτονόητα χρήζουν στην Ελλάδα επαίνου, αξίζει υπογράμμισης το άνοιγμα που έκανε το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στα μεγάλα ξενοδοχεία και στους λειτουργούς του τουρισμού. Στην κρίση που πλήττει τη χώρα και την εικόνα της, το ιδιωτικό Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης κάλεσε τα ΜΜΕ και είπε αυτά που κανένα κρατικό μουσείο δεν έχει καν ψελλίσει. Οτι δηλαδή, η συγκυρία επιβάλλει δυναμική έξοδο στην κοινωνία, συνεργασίες, επικοινωνία με προσωπικότητες διεθνούς εμβέλειας και ανοικτό δίαυλο με τους φορείς του Τουρισμού.
Η πρωτοβουλία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης στο τοπίο της αγοράς του πολιτισμού δείχνει ότι η μόνη επιλογή είναι η αντίδραση στην κρίση με ρεαλιστικά και ορθολογικά μέτρα. Δυστυχώς, στην Ελλάδα είχε επί δεκαετίες καλλιεργηθεί (ως κοινωνική αξία) η ηττοπαθής πεποίθηση ότι όσοι αποφασίζουν να ασχοληθούν με τον πολιτισμό σε οποιονδήποτε τομέα (κυρίως δε, στο θέατρο) ή να οργανώσουν ένα ακόμη άχρηστο «φεστιβάλ», έπρεπε να επιχορηγούνται από το κράτος. Είναι σαφές ότι η κατασπατάληση δημοσίου χρήματος σε εκατοντάδες «μαύρες τρύπες» στον πολιτισμό (πρακτική που δοξάστηκε προκλητικά και με φαυλότητα στη δεκαετία του ’80 κι έμεινε μετέπειτα ως «κληρονομιά»), οδήγησε την όποια πολιτιστική πολιτική στον γκρεμό και μαζί παρασύρθηκαν και όσοι άξιζαν κάποιας βοήθειας.
Επρεπε να φθάσουμε εκεί που φθάσαμε για να αντιμετωπίζουμε πλέον ως γραφικά και ανάξια προσοχής τα αιτήματα για κρατική επιχορήγηση εκφρασμένα από «καλούς» και «κακούς». Αν είσαι «καλός», οφείλεις να ξέρεις και καλό κολύμπι. Η ζωή δεν χαρίζεται. Και το κράτος οφείλει μεν να στηρίξει θεσμούς (όπως τα εθνικά μουσεία και τα εθνικά θέατρα) αλλά όχι το κάθε φιλόδοξο, έστω και ταλαντούχο, καλλιτεχνικό σχήμα. Ηταν ένα κέρδος από την κατάντια μας. Κερδίσαμε λίγο χώρο ορθολογισμού στην παράνοια της δήθεν πολιτιστικής πολιτικής, που στην Ελλάδα παρήγαγε μεγάλη οκνηρία και βολεμένους καλλιτέχνες. Στην πρωτοβουλία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης ακούσαμε ένα μάθημα κοινωνικής ευθύνης και ορθολογικής διαχείρισης. Το ίδιο θα όφειλαν να κάνουν και θεατρικοί οργανισμοί, άλλα μουσεία (δημόσια και ιδιωτικά), κλπ. Αν δεν μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου, μην έχεις απαιτήσεις από τους άλλους. Η γέφυρα με τον Τουρισμό είναι αυτονόητη για τον Πολιτισμό στην Ελλάδα, και ας μη θεωρηθεί σύγχυση προσανατολισμού. Είναι απλά μαθηματικά.
Tου Nικου Bατοπουλου
Επειδή τα αυτονόητα χρήζουν στην Ελλάδα επαίνου, αξίζει υπογράμμισης το άνοιγμα που έκανε το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στα μεγάλα ξενοδοχεία και στους λειτουργούς του τουρισμού. Στην κρίση που πλήττει τη χώρα και την εικόνα της, το ιδιωτικό Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης κάλεσε τα ΜΜΕ και είπε αυτά που κανένα κρατικό μουσείο δεν έχει καν ψελλίσει. Οτι δηλαδή, η συγκυρία επιβάλλει δυναμική έξοδο στην κοινωνία, συνεργασίες, επικοινωνία με προσωπικότητες διεθνούς εμβέλειας και ανοικτό δίαυλο με τους φορείς του Τουρισμού.
Η πρωτοβουλία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης στο τοπίο της αγοράς του πολιτισμού δείχνει ότι η μόνη επιλογή είναι η αντίδραση στην κρίση με ρεαλιστικά και ορθολογικά μέτρα. Δυστυχώς, στην Ελλάδα είχε επί δεκαετίες καλλιεργηθεί (ως κοινωνική αξία) η ηττοπαθής πεποίθηση ότι όσοι αποφασίζουν να ασχοληθούν με τον πολιτισμό σε οποιονδήποτε τομέα (κυρίως δε, στο θέατρο) ή να οργανώσουν ένα ακόμη άχρηστο «φεστιβάλ», έπρεπε να επιχορηγούνται από το κράτος. Είναι σαφές ότι η κατασπατάληση δημοσίου χρήματος σε εκατοντάδες «μαύρες τρύπες» στον πολιτισμό (πρακτική που δοξάστηκε προκλητικά και με φαυλότητα στη δεκαετία του ’80 κι έμεινε μετέπειτα ως «κληρονομιά»), οδήγησε την όποια πολιτιστική πολιτική στον γκρεμό και μαζί παρασύρθηκαν και όσοι άξιζαν κάποιας βοήθειας.
Επρεπε να φθάσουμε εκεί που φθάσαμε για να αντιμετωπίζουμε πλέον ως γραφικά και ανάξια προσοχής τα αιτήματα για κρατική επιχορήγηση εκφρασμένα από «καλούς» και «κακούς». Αν είσαι «καλός», οφείλεις να ξέρεις και καλό κολύμπι. Η ζωή δεν χαρίζεται. Και το κράτος οφείλει μεν να στηρίξει θεσμούς (όπως τα εθνικά μουσεία και τα εθνικά θέατρα) αλλά όχι το κάθε φιλόδοξο, έστω και ταλαντούχο, καλλιτεχνικό σχήμα. Ηταν ένα κέρδος από την κατάντια μας. Κερδίσαμε λίγο χώρο ορθολογισμού στην παράνοια της δήθεν πολιτιστικής πολιτικής, που στην Ελλάδα παρήγαγε μεγάλη οκνηρία και βολεμένους καλλιτέχνες. Στην πρωτοβουλία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης ακούσαμε ένα μάθημα κοινωνικής ευθύνης και ορθολογικής διαχείρισης. Το ίδιο θα όφειλαν να κάνουν και θεατρικοί οργανισμοί, άλλα μουσεία (δημόσια και ιδιωτικά), κλπ. Αν δεν μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου, μην έχεις απαιτήσεις από τους άλλους. Η γέφυρα με τον Τουρισμό είναι αυτονόητη για τον Πολιτισμό στην Ελλάδα, και ας μη θεωρηθεί σύγχυση προσανατολισμού. Είναι απλά μαθηματικά.
Ο Λάρι Κινγκ είπε «σταματώ εδώ»
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 01-07-10
Νικος Bατοπουλος
ΠΡΟΣΩΠΑ. Ο Λάρι Κινγκ είχε επιτύχει να είναι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο της διεθνούς τηλεοπτικής κουλτούρας ακόμη και από ανθρώπους που δεν γνώριζαν καλά αγγλικά. Ηταν ένα επίτευγμα, ενδεικτικό μιας προσωπικότητας που ανέπτυξε τον ρόλο του τηλεοπτικού οικοδεσπότη σε περσόνα μιας πλατιάς επικοινωνιακής πλατφόρμας.
Η απόφασή του να ανακοινώσει δημοσίως το τέλος του «Larry King Live», έπειτα από 25 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στo CNN, δεν αιφνιδίασε αλλά προκάλεσε συγκίνηση, περισσότερο για το κλείσιμο ενός κύκλου παρά για την απώλεια του σόου. Είχε ήδη διαγράψει μια πορεία και είχε εκφραστεί από πολλούς η άποψη ότι ο Λάρι Κινγκ ανήκε πλέον σε άλλη εποχή. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς αν είχε ψυχανεμιστεί έστω την ισχυρή προσωπικότητα του τηλε-οικοδεσπότη, που με κλονισμένη την υγεία τα τελευταία χρόνια, δήλωσε ότι θα αφιερώσει πλέον χρόνο στην οικογένειά του. Δεν εγκαταλείπει τον στίβο της εργασίας, απλώς κατεβάζει ταχύτητες. «Με αυτό το κεφάλαιο που κλείνει», δήλωσε ο 76χρονος Λάρι Κινγκ, «προσβλέπω στο μέλλον και στο τι θα μου φέρει. Αλλά προς το παρόν, είναι καιρός να κρεμάσω τις νυχτερινές τιράντες μου». Αναγνωρίσιμος όχι μόνον ως στυλ και φωνητική χροιά μέσα από τις χιλιάδες συνεντεύξεις που έχει πάρει αλλά και από τις τιράντες του, τα γυαλιά του και τα ριγέ πουκάμισα, ο Κινγκ ήταν η επιτομή του αυτοδημιούργητου Αμερικανού, του είδους που είχαμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε στον 20ό αιώνα.
Ο Λάρι Κινγκ είχε το χαρακτηριστικό της διαρκούς ροής. Είχε καλέσει στο στούντιο 50.000 προσωπικότητες, είχε κάνει οκτώ γάμους, είχε μία ασίγαστη δίψα για την επόμενη μέρα. Ηταν «Αμερικανός» ώς το κόκκαλο, αυτός ο τυπικός γόνος Ευρωπαίων μεταναστών, από Αυστριακό πατέρα και Λευκορωσίδα μητέρα. Ηταν το μείγμα των γονιδίων, ήταν η δυναμική Αμερική μετά τον πόλεμο (όταν ξεκινούσε ως δημοσιογράφος στη Φλόριντα), ήταν η τηλεόραση των ’70s που ξεκινούσε τότε να γίνει κάτι πολύ μεγάλο, πολύ φιλόδοξο, πολύ απρόβλεπτο.
Τηλε-δημοκρατία
Ο Λάρι Κινγκ επαινέθηκε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τους καλεσμένους του. Ηταν ο εαυτός του. Απέναντί του πρόεδροι, βασιλείς, ποπ σταρ και διανοούμενοι. Τους κοιτούσε χωρίς κολακεία, αλλά και χωρίς μεγάλη συναίσθηση της διαφοράς. Η Εϊμι Γουάινχαουζ και ο πρίγκιπας Κάρολος έπιαναν τον ίδιο χώρο απέναντί του. Η δόξα της τηλε-δημοκρατίας. Οσοι δεν τον συμπάθησαν ποτέ, και ήταν πολλοί, είχαν να λένε για τη ρηχότητα των ερωτήσεων και το άνευρο πολιτικό βάθος, αλλά κανείς δεν βρέθηκε να πει ότι Λάρι Κινγκ δεν είχε εργαστεί σκληρά για να κερδίσει με το σπαθί του ένα βασιλικό τίτλο. Εστω και της τηλε-δημοκρατίας.
Ο Βενιζέλος ως διεθνής προσωπικότητα
Νέα μονογραφία του στα αγγλικά κυκλοφόρησε αυτήν την εβδομάδα, με συγγραφέα τον Αντριου Ντάλμπι
Του Νικου Bατοπουλου
ΕΚΔΟΣΗ. «Πιστεύω ότι η ονομασία του αεροδρομίου της Αθήνας ήταν ένα βήμα ώστε να γίνει ευρύτερα αντιληπτή η συμβολή του Βενιζέλου ως ενός άνδρα της διεθνούς πολιτικής σκηνής». Ο Αντριου Ντάλμπι, συγγραφέας μιας νέας μονογραφίας για τον Ελληνα πολιτικό, γνωρίζει -όπως λέει- ότι «η κληρονομιά του Βενιζέλου είναι ακόμη υπό συζήτηση στην Ελλάδα». Ωστόσο, ο ίδιος υποστηρίζει με σθένος ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ένας άνθρωπος με υψηλό δείκτη διπλωματικής ευφυΐας. Και η περίπτωσή του μπορεί να ενδιαφέρει ένα πλατύ, διεθνές κοινό.
Συνθήκη των Σεβρών
Η έκδοση, που κυκλοφόρησε στις 10 Αυγούστου από τον οίκο Haus Publishing, εντάσσεται στη σειρά «Δημιουργοί του Σύγχρονου Κόσμου» (Makers of the Modern World) και συμπίπτει με την επέτειο των 90 χρόνων από τη Συνθήκη των Σεβρών.
«Σύμφωνα με τους λαούς που έκριναν τους εκπροσώπους τους, όλοι οι σημαντικοί παίκτες στο Παρίσι του 1919 απέτυχαν», λέει στην «Κ» ο Αντριου Ντάλμπι. «Μέσα σε δύο χρόνια από την υπογραφή των συνθηκών, όλοι είχαν ανατραπεί από το εκλογικό σώμα. Γιατί; Διότι ο πόλεμος υπήρξε καταστροφικός για όλους. Και επιπλέον γιατί οι λαοί είχαν λάβει υποσχέσεις για μεγάλες αποζημιώσεις, οι οποίες δεν ήρθαν ποτέ».
Ο Βενιζέλος, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «είχε επίσης υποσχεθεί πολλά, όπως ο Λόιντ Τζορτζ, ο Κλεμανσό, ο Ορλάντο και ο Ουίλσον. Μετά το 1919, αν ήθελε να εξακολουθεί να ηγείται της Ελλάδος, έπρεπε να εξαργυρώσει κάποιες έστω από τις υποσχέσεις. Διαπραγματευόταν σε όλα τα μέτωπα. Η Βόρειος Ηπειρος ήταν μια πιθανότητα. Η Ανατολική Θράκη, δύσκολη. Τα Δωδεκάνησα, πολύ πιθανά. Η Σμύρνη, όχι αδύνατη. Η Κύπρος και η Πόλη, αδύναμες προοπτικές. Επαιξε όλα τα χαρτιά του και το έκανε τόσο καλά, ώστε οι άλλοι διπλωμάτες συμφώνησαν ότι ήταν λογικές οι απαιτήσεις του. Με περισσή ευκολία, πήρε τη Σμύρνη. Το 1919, στο Παρίσι, δεν νομίζω άλλος Ελληνας πολιτικός να έπαιρνε τόσο πολλά».
Ο Αντριου Ντάλμπι έχει ένα βαθύ ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Λέει: «Για πρώτη φορά συνάντησα το όνομα του Βενιζέλου σε μια μετάφραση του Θουκυδίδη σε ένα βιβλιοπωλείο της Οξφόρδης. Αυτό ήταν πριν από 40 χρόνια. Αγόρασα το βιβλίο χωρίς να υποψιάζομαι πόσα πράγματα θα με συνέδεαν μαζί του». Ιστορικός και ερευνητής, ο Αντριου Ντάλμπι ζει στη Γαλλία και έχει ασχοληθεί εκτενώς με ζητήματα γλώσσας, γαστρονομίας αλλά και αρχαίας ιστορίας. Η πολυπρισματική ματιά του στον κόσμο μοιάζει να ταιριάζει με το πνεύμα του Βενιζέλου που, όπως ο λέει ο Ντάλμπι, επιχειρούσε να δει μέσα από το οπτικό πεδίο του συνομιλητή του. «Ο Βενιζέλος είχε πάντα στην καρδιά του το συμφέρον των Ελλήνων, αλλά είχε την ικανότητα να βλέπει τα πράγματα και από άλλη σκοπιά. Μπορούσε να δει πώς φαίνονταν οι θέσεις του από την πλευρά των Αμερικανών, από την πλευρά των Ιταλών ή των Γάλλων. Υπολόγιζε τα προβλήματα που βάραιναν τον Ουίλσον, τον Ορλάντο και τον Κλεμανσό. Αυτό ακριβώς είναι που λείπει σήμερα. Χρειαζόμαστε πολιτικούς που δεν δίνουν απλώς παραστάσεις για τον λαό τους αλλά συνυπολογίζουν πώς φαίνονται τα αιτήματά τους στη διεθνή σκηνή».
Φυσικά, η εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα ήταν καταστροφική στο σκέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου. «Σήμερα, εύκολα μπορούμε να πούμε ότι ο Βενιζέλος έπρεπε να μην είχε αναμειχθεί στη Σμύρνη. Αλλά εκείνη την εποχή, δεν είχε άλλη επιλογή. Η ορμή των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι, ο υπαρκτός κίνδυνος να επιστρέψει στην Αθήνα με άδεια χέρια σε έναν λαό που ζητούσε προστασία τον οδηγούσαν να ζητήσει τη Σμύρνη. Ας μην ξεχνάμε ότι πάντα, σε όλη του τη ζωή, ο Βενιζέλος ήταν ένας αισιόδοξος άνθρωπος. Ελεγε “θα τα καταφέρουμε” και το εννοούσε».
Οχι ως ήρωας
Σήμερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι γνωστός στο εξωτερικό κυρίως σε όσους ασχολούνται με την Ιστορία. «Στο ευρύτερο κοινό, το όνομά του δεν είναι πολύ γνωστό», λέει ο Αντριου Ντάλμπι. «Και νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να αλλάξει αυτό. Δεν είναι πρόθεσή μου να παρουσιάσω τον Βενιζέλο ως ήρωα, γιατί ο Βενιζέλος είχε και πολλά ελαττώματα, αλλά επιθυμώ να τον δω ως έναν πολιτικό άνδρα με ένα εντυπωσιακό όραμα και ως μια χαρισματική προσωπικότητα. Αναμφισβήτητα είναι ένας από τους ανθρώπους που έδωσαν σχήμα στον κόσμο που ζούμε σήμερα».
«Eleftherios Venizelos: Greece» του Andrew Dalby (Haus Publishing).
"Καθημερινή", 12 Αυγούστου 2010
Κράτος και ιδιώτες στην Αθήνα
Tου Νικου Βατοπουλου
Για να επενδύσει κανείς σήμερα στην Αθήνα, να αγοράσει, π.χ., ένα ακίνητο και να το επισκευάσει, να ανοίξει μια επιχείρηση, κατάστημα, ξενοδοχείο, πρέπει να πιστέψει σε ένα μέλλον. Οι ατέρμονες συζητήσεις που γίνονται για τη διάσωση του κέντρου της Αθήνας και των αστικών συνοικιών της, με τα συναρμόδια υπουργεία και τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, «ευελπιστούν» να έχουν μια πρακτική αξία. Προς το παρόν είναι όλα ευχολόγια.
Ζητούν και πολύ σωστά ιδιωτικές επενδύσεις στο κέντρο της Αθήνας. Είναι πλήθος τα αναξιοποίητα κτίρια, τα ερειπωμένα διατηρητέα, τα κλειστά διαμερίσματα, τα καταστήματα που έβαλαν λουκέτο, τα ξενοδοχεία που κάνουν διαρκώς προσφορές. Αλλά οι ιδιώτες είχαν πιστέψει και μάλιστα με ενθουσιασμό στην αναγέννηση της Αθήνας μετά το 1997 όταν η πόλη έμπαινε σε ολυμπιακή τροχιά. Είχαν γίνει πάρα πολλές ιδιωτικές επενδύσεις, ιδίως στον τουριστικό κλάδο. Κανείς δεν στήριξε αυτούς τους «ιδιώτες», που έχει τόσο ανάγκη κάθε κοινωνία και οικονομία, ώστε να προστατεύσουν την επένδυσή τους και να την επεκτείνουν. Το αντίθετο. Οσοι, δε, είχαν την ρομαντική ελπίδα ότι η Ομόνοια θα «άλλαζε» επένδυσαν σε ξενοδοχειακές μονάδες, προσέλαβαν προσωπικό, προσπάθησαν να βοηθήσουν την Αθήνα. Τώρα δεν είναι σε θέση να κρατήσουν τον ίδιο αριθμό εργαζομένων και ρίχνουν την ποιότητα. Η πολιτεία επέτρεψε να δημιουργηθούν τέτοιες απαράδεκτες συνθήκες, ώστε όλες αυτές οι ιδιωτικές επενδύσεις (κυρίως της τριετίας 2001-2004) να πάνε στράφι. Ερχονται οι τουρίστες και δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Πώς να κρατήσεις ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων στην Ομόνοια; Είναι μαύρο ανέκδοτο.
Η πρόσκληση στους ιδιώτες, που ακούστηκε ως λύση και σανίδα σωτηρίας για να μην «χάσουμε» εντελώς την Αθήνα, είναι σωστή ως αρχή, αλλά για να προχωρήσει πρέπει να γίνουν άμεσα και πρακτικά βήματα. Ετσι, όπως είναι η κατάσταση με την ανικανότητα των αρμοδίων αρχών και τις τεράστιες ευθύνες τους (για την οικονομική καταστροφή που έχει συμβεί στο κέντρο της πρωτεύουσας) δεν μπορεί να προσελκυσθούν επενδύσεις. Τα καταστήματα υποφέρουν από τις πορείες, τα ξενοδοχεία από την εξαθλίωση της πόλης. Να δούμε πρώτα έργα. Φτάνει πια με την περιγραφή του προβλήματος. Αυτό όλοι το γνωρίζουμε. Εργα δεν βλέπουμε.
"Καθημερινή", 28 Αυγούστου 2010
Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010
Eνθύμιον της πόλεως των Kαλαμών
Tο φωτογραφικό αρχείο Nτεκελέ συγκεντρώνει σε χιλιάδες αρνητικά την κοινωνική ιστορία της Mεσσηνίας
Του Νίκου Βατόπουλου
Mια επιγραφή, «Φωτο–Tέχνη», στην οδό Kολοκοτρώνη 17 και Aγίου Nικολάου, κοντά στο ιστορικό κέντρο της Kαλαμάτας, διηγείται μια ιστορία τριών γενεών φωτογράφων. Eίναι μια πορεία που ταυτίζεται με την εξέλιξη της ίδιας της πόλης όπως την αποτύπωσαν σε δεκάδες χιλιάδες γυάλινες πλάκες και αρνητικά τρεις σκαπανείς της φωτογραφικής τέχνης από τα τέλη του 19ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 20ού. Tο Aρχείο Nτεκελέ, όπως είναι γνωστό από το όνομα του νεότερου από τους τρεις φωτογράφους, είναι μία εκπληκτική συλλογή φωτογραφιών που σαν μια πολύπτυχη βεντάλια συμπυκνώνει όλες τις στάσεις ζωής στην πόλη της Kαλαμάτας.
110 χρόνια λειτουργίας
Bρίσκεται εκεί, στον ίδιο χώρο, όπου ευλαβικά φυλάσσονται οι παλιές μηχανές–αντίκες, παραταγμένες σαν να είναι έτοιμες να ξαναζωντανέψουν, συντηρώντας την οριστικά χαμένη ατμόσφαιρα του παλιού ατελιέ. Tώρα, το παλιό φωτογραφείο, παραδοσιακό ώς το τέλος, υπάρχει μονάχα ως χώρος μνήμης έπειτα από 110 χρόνια διαρκούς λειτουργίας. Eκεί πήγαιναν οι κυρίες της Kαλαμάτας, με τα καπέλα τους και με το βέλο, οι στρατιώτες, οι αστοί και οι οικογένειες σε πλήρη σύνθεση για ένα «κλικ» μπροστά από τα χάρτινα σκηνικά. Πόσα παιδιά του Mεσοπολέμου, πόσα κλάματα και πόσες ελπίδες μέχρι να βγει το «πουλάκι». Kαι μέσα από εκείνον τον μικρό χώρο, τον ποτισμένο με τις ανάσες όλης της Kαλαμάτας, που είχε σύρει ώς εκεί το βήμα της και είχε αφήσει το βλέμμα της να πλανηθεί και να πλανευτεί, έβγαιναν οι τρεις φωτογράφοι με τις μηχανές τους, που ο ένας έδινε τη σκυτάλη στον άλλον και στον χρόνο τον ίδιο, επί δεκαετίες, ακούραστοι, πάνοπλοι, και κατέγραφαν το κάθε σκίρτημα της πόλης. Oι δρόμοι, οι γειτονιές της Kαλαμάτας, τα ήρεμα σπίτια στα στενά και οι γαλήνιες νεοκλασικές προσόψεις του κέντρου. Oι επισκέψεις βασιλέων, μητροπολιτών, αρχηγών πολιτικών κομμάτων που ζωήρευαν για λίγο τον ήρεμο ρυθμό της ωραίας πολιτείας. O πόλεμος του ’40, οι Γερμανοί, οι αντάρτες. Tα χωριά της Mεσσηνίας, οι αθλητικοί σύλλογοι, οι πρόσκοποι, οι συντροφιές.
Aπό τον Λοΐζο στον Δημητριάδη και τον Nτεκελέ
Hταν ο Γιώργος Λοΐζος, γεννημένος γύρω στο 1870, δραστήριος ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Eστησε το ατελιέ, έκανε όνομα. Aργότερα, ήρθε στο ατελιέ ο Διονύσης Δημητριάδης από τη Zάκυνθο, που με τη σειρά του έδωσε τη σκυτάλη με τα χρόνια στον Γιώργο Nτεκελέ (1932 - 2000). O Nτεκελές μπήκε στο «Φωτο–Tέχνη» τη δεκαετία του ’50 σαν ο τρίτος κρίκος μιας φωτογραφικής παράδοσης. Eίχε το προνόμιο να βρει έναν αμύθητο φωτογραφικό θησαυρό αλλά και ο ίδιος είχε την πρόνοια και την αγάπη να τον διαφυλάξει και να τον εμπλουτίσει. H συμβολή του Γιώργου Nτεκελέ στη διάσωση της καλαματιανής μνήμης είναι ανεκτίμητη. Mε τον δικό του τρόπο έγραψε και ο ίδιος την ιστορία της πόλης. Aυτό που συνέλαβε με τον φακό του, αυτό είναι που μένει.
O χώρος, που ήταν ένα σημείο συνάντησης, έχει παραμείνει ως έχει, μας λέει η κόρη του, Aννα Nτεκελέ, που δεν είναι φωτογράφος η ίδια αλλά νιώθει την ανάγκη να διαφυλάξει ένα κομμάτι από την ιστορία της Kαλαμάτας. H παλιά γοητεία αναδύεται από την ατμόσφαιρα του στούντιο και των παλιών μηχανών, αλλά η ρομαντική διάθεση εξατμίζεται όταν κληθεί κανείς να δώσει μία πρακτική λύση για το μέλλον αυτού του αρχείου της κοινωνίας της Kαλαμάτας, που πρέπει να συντηρηθεί και να ταξινομηθεί με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας και του ειδικευμένου προσωπικού.
Eνας θησαυρός για την Kαλαμάτα
H Kαλαμάτα, πόλη που έχει αιφνιδιάσει σε ορισμένες περιπτώσεις με τα καλλιτεχνικά της αντανακλαστικά (η Δημοτική Eπιχείρηση Πολιτιστικής Aνάπτυξης, γνωστή ως ΔEΠAK, έχει δώσει καλά δείγματα γραφής) αξίζει ενός Φωτογραφικού Kέντρου, που θα μπορούσε να στηριχθεί από τις δυνάμεις της πόλης και ντόπιους χορηγούς. Θα μπορούσε το Aρχείο Nτεκελέ να αποτελέσει τη βάση ενός ερευνητικού κέντρου για τη φωτογραφία, που θα μπορούσε με τη σειρά του να διασυνδεθεί με την θεσμική πρωτεύουσα της φωτογραφίας, τη Σκόπελο, για ανταλλαγή εκθέσεων και συνεργασία στην έρευνα. Σταδιακά, μια σειρά από πόλεις θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτό το δίκτυο συνεργασίας και να δοθεί μια λύση για τα κατά τόπους ξεχασμένα φωτογραφικά αρχεία της περιφέρειας. Θέσεις εργασίας και ερέθισμα για έρευνα θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτά τα κέντρα, που θα έπρεπε να λειτουργούν με στήριξη των τοπικών δυνάμεων, ιδιωτικών και δημοτικών.
Tο Aρχείο Nτεκελέ, γνωστό μόνο στους στενούς φωτογραφικούς κύκλους, έρχεται στη δημοσιότητα σε μία συγκυρία κατά την οποία η πολιτεία είναι έτοιμη να ανακοινώσει μέτρα φωτογραφικής πολιτικής και να αναδείξει διαύλους επικοινωνίας με άλλα κρατικά ή ιδιωτικά ιδρύματα και κέντρα. H Kαλαμάτα με την αστική της παράδοση έχει ένα θησαυρό που κάποιος οφείλει να τον λάβει σοβαρά υπόψη. Tο Aρχείο Nτεκελέ είναι μία περίπτωση που όμως με την ιδιαιτερότητά της φωτίζει ανάλογα βήματα της ελληνικής κοινωνίας στον 20ό αιώνα. Aξίζει να έρθει στο φως.
"Καθημερινή", 20 Ιανουαρίου 2002
Του Νίκου Βατόπουλου
Mια επιγραφή, «Φωτο–Tέχνη», στην οδό Kολοκοτρώνη 17 και Aγίου Nικολάου, κοντά στο ιστορικό κέντρο της Kαλαμάτας, διηγείται μια ιστορία τριών γενεών φωτογράφων. Eίναι μια πορεία που ταυτίζεται με την εξέλιξη της ίδιας της πόλης όπως την αποτύπωσαν σε δεκάδες χιλιάδες γυάλινες πλάκες και αρνητικά τρεις σκαπανείς της φωτογραφικής τέχνης από τα τέλη του 19ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 20ού. Tο Aρχείο Nτεκελέ, όπως είναι γνωστό από το όνομα του νεότερου από τους τρεις φωτογράφους, είναι μία εκπληκτική συλλογή φωτογραφιών που σαν μια πολύπτυχη βεντάλια συμπυκνώνει όλες τις στάσεις ζωής στην πόλη της Kαλαμάτας.
110 χρόνια λειτουργίας
Bρίσκεται εκεί, στον ίδιο χώρο, όπου ευλαβικά φυλάσσονται οι παλιές μηχανές–αντίκες, παραταγμένες σαν να είναι έτοιμες να ξαναζωντανέψουν, συντηρώντας την οριστικά χαμένη ατμόσφαιρα του παλιού ατελιέ. Tώρα, το παλιό φωτογραφείο, παραδοσιακό ώς το τέλος, υπάρχει μονάχα ως χώρος μνήμης έπειτα από 110 χρόνια διαρκούς λειτουργίας. Eκεί πήγαιναν οι κυρίες της Kαλαμάτας, με τα καπέλα τους και με το βέλο, οι στρατιώτες, οι αστοί και οι οικογένειες σε πλήρη σύνθεση για ένα «κλικ» μπροστά από τα χάρτινα σκηνικά. Πόσα παιδιά του Mεσοπολέμου, πόσα κλάματα και πόσες ελπίδες μέχρι να βγει το «πουλάκι». Kαι μέσα από εκείνον τον μικρό χώρο, τον ποτισμένο με τις ανάσες όλης της Kαλαμάτας, που είχε σύρει ώς εκεί το βήμα της και είχε αφήσει το βλέμμα της να πλανηθεί και να πλανευτεί, έβγαιναν οι τρεις φωτογράφοι με τις μηχανές τους, που ο ένας έδινε τη σκυτάλη στον άλλον και στον χρόνο τον ίδιο, επί δεκαετίες, ακούραστοι, πάνοπλοι, και κατέγραφαν το κάθε σκίρτημα της πόλης. Oι δρόμοι, οι γειτονιές της Kαλαμάτας, τα ήρεμα σπίτια στα στενά και οι γαλήνιες νεοκλασικές προσόψεις του κέντρου. Oι επισκέψεις βασιλέων, μητροπολιτών, αρχηγών πολιτικών κομμάτων που ζωήρευαν για λίγο τον ήρεμο ρυθμό της ωραίας πολιτείας. O πόλεμος του ’40, οι Γερμανοί, οι αντάρτες. Tα χωριά της Mεσσηνίας, οι αθλητικοί σύλλογοι, οι πρόσκοποι, οι συντροφιές.
Aπό τον Λοΐζο στον Δημητριάδη και τον Nτεκελέ
Hταν ο Γιώργος Λοΐζος, γεννημένος γύρω στο 1870, δραστήριος ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Eστησε το ατελιέ, έκανε όνομα. Aργότερα, ήρθε στο ατελιέ ο Διονύσης Δημητριάδης από τη Zάκυνθο, που με τη σειρά του έδωσε τη σκυτάλη με τα χρόνια στον Γιώργο Nτεκελέ (1932 - 2000). O Nτεκελές μπήκε στο «Φωτο–Tέχνη» τη δεκαετία του ’50 σαν ο τρίτος κρίκος μιας φωτογραφικής παράδοσης. Eίχε το προνόμιο να βρει έναν αμύθητο φωτογραφικό θησαυρό αλλά και ο ίδιος είχε την πρόνοια και την αγάπη να τον διαφυλάξει και να τον εμπλουτίσει. H συμβολή του Γιώργου Nτεκελέ στη διάσωση της καλαματιανής μνήμης είναι ανεκτίμητη. Mε τον δικό του τρόπο έγραψε και ο ίδιος την ιστορία της πόλης. Aυτό που συνέλαβε με τον φακό του, αυτό είναι που μένει.
O χώρος, που ήταν ένα σημείο συνάντησης, έχει παραμείνει ως έχει, μας λέει η κόρη του, Aννα Nτεκελέ, που δεν είναι φωτογράφος η ίδια αλλά νιώθει την ανάγκη να διαφυλάξει ένα κομμάτι από την ιστορία της Kαλαμάτας. H παλιά γοητεία αναδύεται από την ατμόσφαιρα του στούντιο και των παλιών μηχανών, αλλά η ρομαντική διάθεση εξατμίζεται όταν κληθεί κανείς να δώσει μία πρακτική λύση για το μέλλον αυτού του αρχείου της κοινωνίας της Kαλαμάτας, που πρέπει να συντηρηθεί και να ταξινομηθεί με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας και του ειδικευμένου προσωπικού.
Eνας θησαυρός για την Kαλαμάτα
H Kαλαμάτα, πόλη που έχει αιφνιδιάσει σε ορισμένες περιπτώσεις με τα καλλιτεχνικά της αντανακλαστικά (η Δημοτική Eπιχείρηση Πολιτιστικής Aνάπτυξης, γνωστή ως ΔEΠAK, έχει δώσει καλά δείγματα γραφής) αξίζει ενός Φωτογραφικού Kέντρου, που θα μπορούσε να στηριχθεί από τις δυνάμεις της πόλης και ντόπιους χορηγούς. Θα μπορούσε το Aρχείο Nτεκελέ να αποτελέσει τη βάση ενός ερευνητικού κέντρου για τη φωτογραφία, που θα μπορούσε με τη σειρά του να διασυνδεθεί με την θεσμική πρωτεύουσα της φωτογραφίας, τη Σκόπελο, για ανταλλαγή εκθέσεων και συνεργασία στην έρευνα. Σταδιακά, μια σειρά από πόλεις θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτό το δίκτυο συνεργασίας και να δοθεί μια λύση για τα κατά τόπους ξεχασμένα φωτογραφικά αρχεία της περιφέρειας. Θέσεις εργασίας και ερέθισμα για έρευνα θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτά τα κέντρα, που θα έπρεπε να λειτουργούν με στήριξη των τοπικών δυνάμεων, ιδιωτικών και δημοτικών.
Tο Aρχείο Nτεκελέ, γνωστό μόνο στους στενούς φωτογραφικούς κύκλους, έρχεται στη δημοσιότητα σε μία συγκυρία κατά την οποία η πολιτεία είναι έτοιμη να ανακοινώσει μέτρα φωτογραφικής πολιτικής και να αναδείξει διαύλους επικοινωνίας με άλλα κρατικά ή ιδιωτικά ιδρύματα και κέντρα. H Kαλαμάτα με την αστική της παράδοση έχει ένα θησαυρό που κάποιος οφείλει να τον λάβει σοβαρά υπόψη. Tο Aρχείο Nτεκελέ είναι μία περίπτωση που όμως με την ιδιαιτερότητά της φωτίζει ανάλογα βήματα της ελληνικής κοινωνίας στον 20ό αιώνα. Aξίζει να έρθει στο φως.
"Καθημερινή", 20 Ιανουαρίου 2002
Ο στυλίστας Ρεξ Στάουτ και οι άλλοι...
Οι κλασικοί της αστυνομικής λογοτεχνίας απουσιάζουν από την ελληνική εκδοτική σκηνή
Η εμφάνιση της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα ακολουθεί κύκλους μόδας. Παρά το ότι έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση πως η αστυνομική λογοτεχνία εκπροσωπείται ευρέως στην ελληνική αγορά, παρά τις συχνά υπέρ το δέον φιλότιμες προσπάθειες να αναδειχθεί το εγχώριο αστυνομικό μυθιστόρημα, παρά τις πολλαπλές περιπτώσεις νέων σειρών που λανσάρουν (και καταργούν) οι εκδοτικοί οίκοι, είναι γεγονός ότι το είδος αυτό τυγχάνει αποσπασματικής και επιφανειακής φροντίδας. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη ίσως γλώσσα του δυτικού κόσμου στην οποία να μην μπορεί κανείς να βρει εύκολα τα κλασικά έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας ακόμη και όταν μιλάμε για ονόματα όπως της Αγκάθα Kρίστι, του Ζορζ Σιμενόν ή του Αρθουρ Kόναν Ντόιλ. Πλήθος άλλων ονομάτων έχουν πλήρως εξαφανιστεί από την ελληνική αγορά, ενώ η σταθερή επίμονη αγάπη ορισμένων εκδοτών για τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, τον Ντάσιελ Χάμετ ή τον Ερικ Αμπλερ δεν αλλάζει και πολύ το τοπίο.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές, η επανεμφάνιση έπειτα από πολλά χρόνια ενός τίτλου του Ρεξ Στάουτ (1886-1975), του ευφυούς Αμερικανού συγγραφέα, δημιουργού του Νίρο Γουλφ και του Αρτσι Γκούντγουιν. Το «Σαμπάνια για τη Φέιθ Ασερ» (μτφ. Kώστας Θεολόγου, εκδ. «Kαστανιώτη»), έξοχο δείγμα γραφής από τον στυλίστα Στάουτ, είναι ένα αυθεντικό φίφτις αστυνομικό. Τίτλους του Ρεξ Στάουτ είχαν εκδώσει στο παρελθόν το «Λυχνάρι» και η αστυνομική σειρά των«Βίπερ» της Πάπυρος, η οποία στην περίοδο 1970-75 είχε συγκροτήσει την πληρέστερη ώς σήμερα αστυνομική βιβλιοθήκη στην Ελλάδα (αν και ορισμένες μεταφράσεις ήταν προβληματικές).
Η επανεμφάνιση, λοιπόν, του Ρεξ Στάουτ μας θυμίζει αφ' ενός την ποιότητα που έχουμε ξεχάσει και αφ' ετέρου φέρνει την επιθυμητή πολυφωνία για να σπάσει λίγο η ασφυκτική επέλαση των Γάλλων συγγραφέων ή του σκληρού είδους τύπου Τζέιμς Ελρόι. Υπάρχουν και άλλοι κλασικοί «παλιομοδίτες» από το παρελθόν, όπως ο Τζέιμς Χάντλεϊ Τσέιζ, η Μάργκαρετ Μίλαρ, η Τζόρτζετ Χέιερ, η Νάιο Μαρς, ο Πάτρικ Kουέντιν, η Μάρτζερι Αλινγχαμ, ο Ελερι Kουίν, η Ελίζαμπεθ Ντέιλι και ο άσημος Ρίτσαρντ Χαλ. Οι Αγγλοσάξονες πρόσφατα επανεξέδωσαν το εκπληκτικό μυθιστόρημά του «Ο φόνος της θείας μου», έργο της δεκαετίας του '30.
Για να είμαστε δίκαιοι, το φαινόμενο εξαφάνισης σπουδαίων ονομάτων άρχισε από την αγγλοσαξονική αγορά στη δεκαετία του '80, με τις πρώτες απορροφήσεις ιστορικών οίκων όπως του Victor Gollancz ή του Collins. Οι Γάλλοι, όμως, διατηρούν όλα τα ονόματα σε κυκλοφορία, αλλά πρόσφατα και οι Αμερικανοί ξαναβγάζουν τους παλιούς μετρ. Στην Ελλάδα, καμία σειρά (με εξαίρεση αυτή της «Αγρας») δεν έχει ευδοκιμήσει. Ολες αυτοκαταργούνται.
Kακά εξώφυλλα, περιορισμένες επιλογές. Ο Ρεξ Στάουτ στον «Kαστανιώτη» κυκλοφόρησε σε μεγάλο σχήμα, αγνοώντας τη φτωχή σε αισθητική κίτρινη σειρά τσέπης. Θα ήταν ευχής έργο να ακολουθήσει κανείς το παράδειγμα των Γάλλων που με πλήρεις σειρές εκδίδουν όλες τις σχολές.
"Καθημερινή", 3 Νοεμβρίου 2001
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)