Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ωδή στον καλό μας τον δάσκαλο...

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11-09-10

Εκπαιδευτικοί του παρελθόντος που σημάδεψαν την ψυχή των μαθητών τους τιμώνται στους τόπους όπους δίδαξαν

Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Θα υπήρξαν και άλλες δασκάλες σαν τη Ζωή Διαούρτα, αλλά σε εκείνη θέλω να αναφερθώ. Δεν την είχα γνωρίσει. Και, ατυχώς, δεν είχα γνώση της παρουσίας της έως πρόσφατα που πληροφορήθηκα ότι την τιμούν στο χωριό όπου δίδαξε κοντά 40 χρόνια. Είναι εκείνη όμως που με παρακινεί, χρόνια μετά τον θάνατό της, να γράψω δυο λόγια για τους αγαπημένους δασκάλους. Είναι ένας πολλά οφειλόμενος φόρος τιμής για μία ειδική, ξεχασμένη και εν πολλοίς παραγνωρισμένη «στόφα» ανθρώπων, που έκανε κάτι πολύ απλό όσο και μεγαλειώδες: έμαθε στα παιδιά γράμματα και δίδαξε ήθος.

Στην εποχή που η Ζωή Διαούρτα και τόσοι ακόμη δίδασκαν με το αίμα της ψυχής τους τα παιδιά, ο όρος «δια βίου μάθηση» ήταν άγνωστος. Αγνωστα ήταν τα μόρια και οι διεκδικήσεις. Η ζωή ήταν φυσικά πιο απλή, είχε πιο πολύ χώρο για τη γλύκα αλλά και τη σκληράδα της καθημερινότητας. Υπήρχε χρόνος. Και η αγωνία δεν ήταν «να καλυφθεί η ύλη», αλλά «να ανοίξει το μυαλό» και «να αεριστεί η καρδιά».

Η Ζωή Διαούρτα, που αν ζούσε θα ήταν σήμερα μία κυρία 109 ετών, διορίστηκε στην Αγία Ευθυμία της Φωκίδας το ηρωικόν έτος 1925. Αν και όχι Αθηναία, είχε αποφοιτήσει από το Αρσάκειο, έφθασε στο χωριό ως Ζωή Μπουκαούρη και εκεί παντρεύτηκε τον Ευθύμιο Κ. Διαούρτα. Εχοντας μια γερή βάση παιδείας, έμεινε στο χωριό και δίδαξε δύο γενιές. Από τον Αύγουστο που μας πέρασε, η προτομή της κοσμεί την Αγία Ευθυμία στη Φωκίδα, ένα χωριό με μεγάλη πνευματική παράδοση (εκεί γεννήθηκε ο Γιάννης Σκαρίμπας) και αίσθηση του χρέους. Εργο του γλύπτη Θύμιου Πανουργιά, η ορειχάλκινη προτομή, μια ιδέα του Συλλόγου Αγιοευθυμιωτών, δροσίζεται από τον αέρα του Παρνασσού, είναι ένα σύμβολο, μία πράξη ευγνωμοσύνης.

Οπως λένε οι άνθρωποι που τη θυμούνται, η δασκάλα Ζωή Διαούρτα «ήταν αυτή που άνοιξε τα μάτια στη ζωή και έδειξε τον δρόμο για την επιτυχία και την προκοπή σε πολλά παιδιά εκείνης της εποχής». Ηταν μία ακόμη «μάνα».

Η περίπτωσή της, που εγγράφεται πλέον συμβολικά στο σώμα της εκπαιδευτικής μας ιστορίας, φέρνει στο νου πολλούς δασκάλους της παλιάς εποχής. Θυμάμαι με πόση συγκίνηση έπεσα τυχαία στην προτομή του δασκάλου Παναγιώτη Καλλίερου (1861-1937) στο παλιό σχολείο της Παροικιάς στην Πάρο. Στη μαρμάρινη στήλη με την ένδειξη «Ο καλός μας δάσκαλος» μπορούσε κανείς να διαβάσει: «Και τον βίον αδιάβλητος και τοις τρόποις ανεπίληπτος και ταις εμπερίαις άριστος». Ολα αυτά, ένας δάσκαλος. Το 1890, το 1910, το 1930, το 1950. Σήμερα...

Πρότυπα ζωής

Εχω συναντήσει πολλούς αγνούς δασκάλους, αφοσιωμένους μαχητές, ανιδιοτελώς δοσμένους στη διδασκαλία. Σύγχρονοι άνθρωποι, με λίγες υλικές ανάγκες. Πάντα τους θαυμάζω. Είναι βέβαιο ότι σε καμία Αγία Ευθυμία, σε καμία Παροικιά του μέλλοντος δεν θα ανεγερθεί η προτομή τους, γιατί η δική μας εποχή τους αφανείς ήρωες τους καταπίνει. Αλλά, ας είναι παρηγοριά ότι όσοι σύγχρονοι δάσκαλοι συνεχίζουν σε μία πορεία ανιδοτέλειας και πνευματικότητας, να είναι βέβαιοι ότι θα αφήσουν το ίχνος τους σε κάποια αγνή ψυχή. Μαθητές και μαθήτριες που θα τους θυμούνται ώς το τέλος της ζωής τους.

Πριν από χρόνια ένας αθηναιολάτρης, ο αείμνηστος χημικός Ιωάννης Δ. Κανδύλης (γεννηθείς στα τέλη του 19ου αιώνα) μού είχε αποστείλει το εικονογραφημένο του άρθρο σε ανάτυπο με τίτλο «Ο δάσκαλος Βασίλειος Καμπάνης και το Σχολείο του στην Πλάκα». «Σχολείο» ήταν το τότε το 2ο Δημοτικό Σχολείο (σήμερα 74ο) στην οδό Αδριανού, που οι «παλιοί» το ήξεραν ως το «σχολείο του Καμπάνη». Τόσο αγαπητός και δημοφιλής ήταν ο Βασίλειος Καμπάνης (1876 - 1942) που έμεινε θρύλος στην παλιά Αθήνα. Μέσα στις φυλλωσιές του κήπου στο νεοκλασικό σχολείο μπορεί να δει κανείς και σήμερα την προτομή του αγαπημένου δασκάλου, έργο του γλύπτη Νίκου Περαντινού, Παριανός και αυτός όπως και ο Καμπάνης. Χρόνια μετά, νεώτερος κρίκος στην αλυσίδα των αξιομνημόνευτων εκπαιδευτικών είναι η προτομή της Ζωής Διαούρτα στην όμορφη Αγία Ευθυμία.

Συζητήσεις με φίλους και γνωστούς για το θέμα των «δασκάλων» έφεραν στο φως αναρίθμητες ιστορίες φωτισμένων παιδαγωγών, οι περισσότεροι όχι πλέον στη ζωή. Σε μικρά χωριά, σε μακρινές από αστικά κέντρα περιοχές, σε εποχές χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και λουτρό στο σπίτι, δάσκαλοι και δασκάλες δούλευαν αφοσιωμένοι. Σκέφτεται κανείς ότι αυτή η εξιδανίκευση, με όλους τους κινδύνους της εξ αποστάσεως υπερβολής, αποκρύπτει μία τεράστια ανάγκη ηθικών προτύπων. Αν σκεφθεί κανείς ότι η Ζωή Διαούρτα -και όλοι οι άλλοι δάσκαλοι σαν εκείνη- δούλευε στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας σε όλη της διάρκεια της δεκαετίας του 1940, τα δικά μας θέματα, χωρίς διάθεση υποτίμησης, είναι απλώς «προβλήματα προς επίλυση».

Τώρα που ανοίγουν τα σχολεία, ας θυμηθούμε εκείνους τους δασκάλους που μας σημάδεψαν. Ανάμεσά μας υπάρχουν και πολλοί νέοι. Αυτοί είναι οι ήρωές μου.

Οι κάτοικοι της Πατησίων ζητούν βοήθεια

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11-09-10

Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Για πολλούς νέους ανθρώπους αποτελεί «αστικό μύθο» το γεγονός ότι η οδός Πατησίων ήταν «βιτρίνα» της αστικής τάξης, έως τα πρόσφατα χρόνια. Σε ποιον 20άρη να πεις ότι η ακτίνα γύρω από την οδό Τοσίτσα -όχι πολύ παλιά- ήταν κάτι σαν το «Κολωνάκι» όπως νοείται σήμερα. Αλλά, πέρα από την κατάντια όλου του άξονα της Πατησίων από το Μουσείο ώς το τέρμα του, αυτό που πιο πολύ ενοχλεί είναι το «υπήρξε», το «ήταν» και το «τότε».

Αυτό το «τότε», που θάμπωσε και γλίστρησε στον αθηναϊκό χρόνο, ανυπεράσπιστο, σαν η απώλειά του να ήταν απόλυτα λογική και νομοτελειακή, δεν μπορεί να έχει αφεθεί μόνο στη δύναμη της συναισθηματικής νοσταλγίας. Διότι, όσο ισχυρή και αν είναι η επίδρασή της, η απώλεια του μεγαλύτερου γεωγραφικού διαμερίσματος που ήταν έως πρόσφατα συμπαγώς μεσοαστικό είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Το βλέπουμε ολόγυρα όχι μόνο στην αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης και στην αποδυνάμωση της αγοράς, αλλά και στην ανάπτυξη αμυντικών και επιθετικών συμπεριφορών, συχνά με ακραίες εκδηλώσεις.

Είναι εντυπωσιακό να γίνεται κανείς μάρτυρας της μεταβολής της κοινωνικής συμπεριφοράς ακόμη και φιλήσυχων πολιτών, όταν η μαγική ισορροπία μεταξύ επιθυμητής τάξης και φυσικής ανομίας διαταραχθεί επικίνδυνα. Αυτό έχει συμβεί στην Πατησίων και όχι μόνο στην οδό Τοσίτσα, που είναι πλέον «σοκαριστική», αλλά και στην πλατεία Αμερικής. Μία κάτοικος κατήγγειλε προ ημερών ότι στην επιφάνεια της πλατείας κάνουν την μπουγάδα τους αλλοδαποί μετανάστες. Πέραν της εικόνας που φέρνει κανείς στο νου (απίστευτη, αν σκεφτεί κανείς ότι η πλατεία Αμερικής ήταν μία από τις πιο «μπουρζουά» περιοχές της Αθήνας), εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η απώλεια της ψυχραιμίας είναι κάτι που θα πρέπει σύντομα να αντιμετωπίσουμε. Η καταγγελία δηλώνει αγανάκτηση και απόγνωση και υπονοεί ότι εφόσον ο δήμος, τα υπουργεία και η αστυνομία δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, τον «νόμο» θα πάρουν στα χέρια οι «παλιοί» Αθηναίοι.

Υπάρχει ένας εν δυνάμει κοινωνικός αναβρασμός που μπορεί να οδηγήσει σε έκρηξη. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ενώ το πρόβλημα έχει διαγνωστεί, τα «μέτρα» δεν παίρνονται. Θα κληθούμε όλοι να πληρώσουμε.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

Αthens Hilton Magazine, 2010

Του Νίκου Βατόπουλου


Οι παλιοί Αθηναίοι, έλεγαν, ότι όταν έμπαινες στου «Ζαχαράτου», το πιο δημοφιλές καφενείο στην καρδιά της πόλης, ζαλιζόσουν από τις ζωηρές συζητήσεις, το άρωμα του καφέ, τον καπνό του τσιγάρου, την αδιάκοπη κίνηση των σερβιτόρων. Ακόμη και τον χειμώνα, όταν ο καιρός ήταν καλός (όχι σπάνιο για μια πόλη σαν την Αθήνα), τα τραπεζάκια ξεχύνονταν πάνω στην πλατεία Συντάγματος, και ήταν όμορφο θέαμα να βλέπεις τις ρεπούμπλικες και τα καπέλα των κυριών να γυαλίζουν κάτω από τον αττικό ήλιο.

Για την Αθήνα, τα καφενεία της δεν ήταν απλώς ένας τόπος να πιεις τον καφέ σου και να δεις τους φίλους σου. Στα αναρίθμητα καφενεία της πόλης, μια παράλληλη ιστορία ξετυλιγόταν καθημερινά, ένας στρόβιλος πολιτικών συζητήσεων που συχνά κατέληγαν σε καυγάδες διασκεδάζοντας τους υπόλοιπους θαμώνες, έδιναν τον τόνο της κάθε ημέρας. Σε ένα καφενείο έβλεπε κανείς τον παλμό της καθημερινότητας, ένας βουλευτής μπορούσε να καταλάβει προς «τα πού πάει το πράγμα»... Κυβερνήσεις «έπεφταν» καθημερινά στα καφενεία και τα πολιτικά πάθη άναβαν, αλλά παράλληλα με τις ανδρικές, ως επί το πλείστον, θυελλώδεις συζητήσεις, για τα κόμματα, τους πολέμους, τον βασιλιά, τον Βενιζέλο και χίλια δύο ακόμη, ζούσε και ένας παράλληλος κόσμος, της γαλήνης και του στοχασμού. Αναρίθμητα ποιήματα και μελωδίες γράφτηκαν πάνω σε μια κασετίνα τσιγάρα σε κάποιο αθηναϊκό καφέ. Ηταν ωραίο να σκέφτεται κανείς ότι μπορεί να έπινε τον καφέ του την ίδια ώρα που δίπλα του ή πίσω, ένας ποιητής ή ένας συνθέτης ήταν χαμένος στις σκέψεις του.

Αυτή ήταν η Αθήνα των καφενείων. Μια ολόκληρη εποχή, ένας κόσμος οριστικά χαμένος, καθώς κανένα από τα μεγάλα, παλιά καφενεία του 19ου αιώνα δεν έχει επιζήσει. Αν θέλει κανείς να πιάσει μια γραμμή από το παρελθόν, θα πάει στου «Ζόναρ’ς», στην Πανεπιστημίου, αλλά το νέο ντεκόρ, όσο ωραίο κι αν είναι, δεν θυμίζει σε τίποτα την αρ ντεκό ατμόσφαιρα των περασμένων δεκαετιών.

Τα περισσότερα καφέ στην Αθήνα ήταν στον άξονα Συντάγματος – Ομονοίας, με πολλά από αυτά κατά μήκος των κεντρικών λεωφόρων Σταδίου και Πανεπιστημίου. Η Σταδίου ήταν παραδοσιακά ο εμπορικός δρόμος και εκεί γινόταν την περίοδο 1860-1920 ο κοινωνικός περίπατος των Αθηναίων, που συνδύαζαν ψώνια, καφέ και συναντήσεις. Η Πανεπιστημίου ήταν ο δρόμος των ευαγών ιδρυμάτων αλλά και πολυτελών κατοικιών. Κατά μήκος αυτών των δύο αρτηριών, πύκνωσαν σιγά-σιγά τα καφενεία σε μία ευρύτατη γκάμα πολυτέλειας και στυλ. Προς την Ομόνοια ήταν τα πιο λαϊκά, που συνδύαζαν το γαλακτοπωλείο και το παραδοσιακό καφενείο, αλλά υπήρχαν και πιο πολυτελή, όπως του Ζαχαράτου-Καπερώνη (1892) ή του Μπερνίτσα (1885). Στην Ομόνοια άνοιξε και το Νέον, που έμεινε στην ιστορία της Αθήνας από τους ζωγραφικούς πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη. Η προσπάθεια αναβίωσής του κράτησε για λίγο. Σήμερα, δεν υπάρχει.
Αλλά αυτό, που πραγματικά έκανε τα καφενεία της Αθήνας μοναδικά ήταν το γεγονός ότι σε ένα σχετικά μικρό ιστορικό κέντρο έβλεπε κανείς πλήθος επιρροών. Υπήρχαν τα πιο ευρωπαϊκά, με βιεννέζικες καρέκλες, βελούδινες λότζες, βενετσιάνικους καθρέπτες και καλά σκεύη όπως υπήρχαν και τα πιο βαλκανικά, με σιδερένια τραπεζάκια και φθηνές, ψάθινες καρέκλες. Συχνά, στους τοίχους έβλεπε κανείς λαϊκές λιθογραφίες, τα πορτρέτα της βασιλικής οικογενείας, μάχες από τους βαλκανικούς πολέμους, τη Γενοβέφα, την Κυρα-Φροσύνη ή τη Βεζυροπούλα, φιγουρίνια ή διαφημίσεις ευρωπαϊκών προϊόντων. Υπήρχαν τα καφενεία των επαρχιωτών με ονόματα από τις μικρές, ιδιαίτερες πατρίδες, όπως υπήρχαν και τα καφενεία που είχαν ανοίξει ομογενείς από την Πόλη, την Αίγυπτο, τον Δούναβη, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ. Ο αμερικάνικος καφές στο «Πέτρογκραντ» της οδού Σταδίου, όπου δέσποζε ο μεγάλος, χάλκινος percolator ήταν μια καινοτομία.

Ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αθήνα είχε μία κοινωνική συνοχή παρά τον κλυδωνισμό που είχε υποστεί η πόλη με την εισροή χιλιάδων προσφύγων από εδάφη της Τουρκίας μετά το 1922. Εως το 1915-6, πριν δηλαδή, η Ελλάδα εισέλθει στον Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό της Entente, η μικρή αθηναϊκή κοινωνία αναπτυσσόταν στην περιοχή γύρω από τα Ανάκτορα. Στην ιστορία της Αθήνας έχουν μείνει αξέχαστα τα θρυλικά «Δαρδανέλια», τα κοσμικά στενά στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου (κοντά στη Βασ. Σοφίας), όπου υπήρχαν αντικριστά τα δύο αντίζηλα κοσμικά καφέ, του «Ντορέ» και του «Γιαννάκη». Οποιος περπατούσε ανάμεσα, ήταν προετοιμασμένος να δεχθεί τα εξονυχιστικά βλέμματα και από τις δύο «όχθες» με τα ανάλογα σχόλια. Ολοι γνώριζαν όλους, εκείνα τα χρόνια.


Στη δεκαετία του 1930, η Αθήνα αναπτύσσεται γοργά και μαζί φουντώνουν πολλά ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ρεύματα. Μαζί με τους πολιτικάντηδες καφενόβιους, μια ολόκληρη νέα γενιά διανοουμένων, κυρίως ευρωπαϊστών, μαζευόταν σε καφενεία σχηματίζοντας θρυλικές παρέες. Το καφενεδάκι της Δεξαμενής, γνωστό από τις αρχές του 20ού αιώνα όταν σύχναζε εκεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και πολλοί ποιητές της αθηναϊκής σχολής, ζούσε μέρες μεγάλης ζήτησης. Ηταν ένα καφέ σε μια κατηφορια μιας όμορφης πλατείας, με τραπεζάκια κάτω από δέντρα. Οσο ανοικτό στο φως ήταν το καφενεδάκι της Δεξαμενής, τόσο κλειστό αλλά πολύ ατμοσφαιρκό ήταν το πατάρι του Λουμίδη, στη Σταδίου, που άνοιξε λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Για τους Ελληνες, πολλές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής μετά το 1950 συνδέονται με ιστορικά καφέ. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο νομπελίστας ποιητής και ο Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής, σύχναζαν στου Λουμίδη και στου Απότσου. Ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είχε στέκι το θρυλικό «Βυζάντιο» πάνω στην παλτεία Κολωνακίου, όπου σύχναζαν πολλοί ποιητές και ζωγράφοι. Αυτοί οι μικροί σπινθήρες κοινωνικής και πνευματικής ζωής στην Αθήνα είχαν πάντα ως επίκεντρο ένα καφενείο. Ατυχώς, τα περισσότερα έκλεισαν και πολλά από τα κτίρια όπυ στεγάζονταν κατεδαφίστηκαν κυρίως την περίοδο 1955-70, εποχή κατά την οποία η Αθήνα έχασε πολλά ιστορικά κτίρια αλλά κέρδισε σε υλικές ανέσεις.

Σήμερα, ονόματα καφενείων που σφράγισαν το ύφος και τη ζωή της παλιάς Αθήνας είναι περίπου άγνωστα στις νεότερες γενιές. Ο «Ζαβορίτης» (στο Σύνταγμα), η «Αστόρια» (στα Χαυτεία), ο «Τσίτας», το «Ρωσικόν», το «Πανελλήνιον», τα «Ηνωμένα Βουστάσια» και το «Πέτροκραντ» στην Πανεπιστημίου, ο «Ορφανίδης» (Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου) και πλήθος ακόμη χάνονται στη θολή μνήμη. Αλλά πολλά από τα νεότερα, ακόμη κι αν έχουν κλείσει, είναι ζωντανά κομμάτια της μνήμης της πόλης. Παράδειγμα το καφέ-ζαχαροπλαστείο του Φλόκα στην οδό Πανεπιστημίου, δίπλα στου «Ζόναρ’ς», που υπάρχει ακόμη ανανεωμένο. Μαζί σχημάτιζαν ένα ισχυρό κοσμικό δίδυμο, όπου σύχναζε όλη η Αθήνα και πολλοί τουρίστες. Η ακμή τους ήταν η εικοσαετία 1950-1970, όταν τα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου σε εκείνο το σημείο ξεχείλιζαν από ζωή και ωραίες παρουσίες.
Θρυλικό ήταν και το «Μπραζίλιαν» (έχει ανοίξει πάλι στην οδό Βαλαωρίτου). Βρισκόταν ως τα πρόσφατα χρόνια στην οδό Βουκουρεστίου και ξεχώριζε για τα προϊόντα του αλλά και τις μαυρόασπρες φωτογραφίες ηθοποιών και πολιτικών καδραρισμένες στους τοίχους. Ενα ακόμη «Μπραζίλιαν» λειτοργούσε λίγο πιο κάτω, στη Στοά Καλλιγά, όπου το άρωμα του καφέ σε οδηγούσε κατευθείαν στο σωστό σημείο.

Ηταν η εποχή, εκεί γύρω στο 1960, που η Αθήνα ήταν μία πόλη της μόδας. Η Ελλάδα είχε μπει στο διεθνές κανάλι του τουρισμού και υπήρχε μεγάλη αισιοδοξία και οικονοική ανάπτυξη. Τα καφέ, όλα κοσμοπολίτικα, εισήγαγαν διαρκώς νέα είδη γλυκών και ροφημάτων και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι τα χρόνια εκείνα η Αθήνα είχε τη δική της «Βία Βένετο».


Παρότι ελάχιστα σημεία θυμίζουν την Αθήνα έστω και την προ 40 ετών, πόσω μάλλον την πόλη του 19ου αιώνα, η κουλτούρα του καφέ είναι στην Αθήνα πιο δυνατή παρά ποτέ. Τα εκατοντάδες καφέ που έχουν ανοίξει στην πόλη τα τελευταία 15-20 χρόνια της δίνουν ένα πολύ ζωντανό στοιχείο στον χαρακτήρα της και επιπλέον δείχνουν ότι αυτή η παράδοση έχει ρίζες στην πόλη. Προσωπικά, μου λείπουν τα παλιά καφενεία με τις ψηλοτάβανες αίθουσες, τα ζωγραφιστά ταβάνια, τις παλιές λιθογραφίες στους τοίχους και τα κοκκινόμαυρα πλακάκια στο δάπεδο. Θα ήθελα να υπήρχαν δύο ή τρία από την Αθήνα του Χαρίλαου Τρικούπη και του Γεωργίου του Α’, όταν η πόλη εκσυγχρονιζόταν γοργά και υιοθετούσε έναν ευρωπαίκό, αστικό τρόπο ζωής.


Αλλά και πάλι, με παρηγορεί ότι η Αθήνα είναι μια πόλη διαρκώς σε κίνηση. Νέες γενιές Αθηναίων ανασκαλεύουν την ιστορία της πόλης και ζουν πλέον με μεγαλύτερη συναίσθηση για ό,τι προϋπήρχε και γι’ αυτό που θα έρθει. Αν σήμερα, η Αθήνα δεν έχει τα καφέ της Βιέννης ή του Παρισιού, παρότι είχε τα αντίστοιχα πολύ ωραία δικά της, αυτό δεν με πτοεί. Ξέρω ότι μπορώ να απολαύσω το καφέ μου σε καινούργια, ατμοσφαιρικά καφέ που σιγά-σιγά δημιουργούν και αυτά την ιστορία της πόλης. Είναι η κληρονομιά του αύριο.

Σεπτεμβριανά, 1955-2010

Μισός αιώνας αργότερα, μεταμέλεια και προοπτική

Ελληνο-τουρκικές προσεγγίσεις μέσα από τη μεγάλη οθόνη και η ανάγκη για μια γλώσσα αληθείας

Του Νίκου Βατόπουλου



Περπατώντας σήμερα στην οδό Ιστικλάλ στο Ταξίμ της Πόλης, μπορεί κανείς να νιώσει πώς θα ήταν η ατμόσφαιρα του δρόμου πριν από 60 χρόνια. Στον μεσοπόλεμο πάντως, τα ελληνικά και τα γαλλικά, ακόμη και τα ιταλικά ή τα γερμανικά, ακούγονταν σε κάθε γωνία. Ακόμη και σήμερα βλέπει κανείς ελληνικά ονόματα χαραγμένα στα αρ νουβώ και ρομαντικά κτίρια της Ιστικλάλ και της ευρύτερης περιοχής του Πέρα, όπου πολλοί Ρωμηοί και άλλοι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες τα είχαν σχεδιάσει και τα είχαν δει να ανυψώνονται.
Αποκτά άλλο νόημα όταν κάνεις τον ίδιο περίπατο, σήμερα, συντροφιά με κάποιον φίλο Τούρκο. Θα περπατήσει δίπλα σου και μαζί θα σηκώσετε το βλέμμα σε όλη τη διαδρομή από το Ταξίμ ως το Τούνελ κατά μήκος της Ιστικλάλ και θα παρατηρήσετε τη «δόξα» που ήταν κάποτε η «Ισταμπούλ». Δεν υπάρχει περίπτωση να συνομιλήσετε με οποιονδήποτε μορφωμένο μεσοαστό Τούρκο και να μην αποσπάσετε καποια δήλωση νοσταλγίας για τον «καιρό των Ρωμηών» και των «ξένων».
«Πολίτικη Κουζίνα»
Επρεπε φυσικά να περάσουν δεκαετίες ώστε το εκατέρωθεν τραύμα των Σεπτεμβριανών να χωνευτεί και με την απαραίτητη ζύμωση να βγει προς τα έξω είτε ως μαρτυρία είτε ως μεταμέλεια είτε ως δημιουργία. Τα Σεπτεμβριανά είναι ιστορικά ακόμη νωπά καθώς πολλοί μάρτυρες των γεγονότων είναι εν ζωή. Η δεκαετία του ΄50 είναι μακρινή, αφού μας χωρίζει περισσότερο από μισός αιώνας, ταυτόχρονα, όμως είναι απτή, είναι η νιότη των γονιών πολλών από εμάς.
Η δύναμη του κινηματογράφου έχει μεταφέρει αυτή την αμηχανία απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν πολλές φορές, αλλά στην περίπτωση των Σεπτεμβριανών αυτό συνέβη με μικρή χρονική διαφορά στην Ελλάδα και στην Τουρκία στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα. Ενας κύκλος έκλεινε και ένας άλλος άνοιγε. Η γενιά των 40άρηδων έδειχνε να είναι πιο ώριμη και πιο τολμηρή να διαχειριστεί ένα «τραύμα» και να παίξει με τις έννοιες θύματος και θύτη όπως και να αγγίξει ζητήματα κρατικής και παρα-κρατικής προπαγάνδας με ένα τρόπο πιο ευθύ.
Η «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη έκανε τη μεγάλη τομή το 2003 και πέρασε τα σύνορα. Σαν μια τοιχογραφία και ψυχογράφημα μαζί, η «Πολίτικη Κουζίνα» με την εξαιρετική μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και τις άρτιες ερμηνείες, ήταν ένα ξεδίπλωμα της βαθιάς «ρωμέικης» ψυχής και ταυτόχρονα ένας υποκωφος ύμνος στην Κωνσταντινούπολη, πέρα από εθνικές ταυτότητες. Αγαπήθηκε η ταινία και εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί.
«Πληγές του Φθινοπώρου»
Σκέφτομαι πόσο να επηρρέασε το ξέσπασμα της ελληνο-τουρκικής φιλίας μετά τους σεισμούς του 1999, όλη αυτήν την εκατέρωθεν αναμόχλευση της πρόσφατης ιστορίας. Ισως να επιτάχυνε ή να διευκόλυνε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις. Ισως πάλι να προκάλεσε μία βαθύτερη ανάγκη κάθαρσης να έρθει στην επιφάνεια. Η περίπτωση της Τουρκάλας σκηνοθέτιδας Τομρίς Γκιρτλίογλου είναι χαρακτηριστική. Δημιουργός της ταινίας «Πληγές του Φθινοπώρου» (2006), η Γκιρτλίογλου συνέθεσε και οπτικοποίησε ένα ερωτικό δράμα ανάμεσα σε ένα Τούρκο και μία Ρωμηά, με πολλά στοιχεία μελό σε ένα πρώτο επίπεδο. Αλλά, η ταινία έσκαψε βαθιά και στην Τουρκία έκανε θραύση. Εκοψε εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια και επανέφερε στην ατζέντα το θέμα των Σεπτεμβριανών ενώπιον ενός νέου πλέον κοινού. Η παρουσίαση ενός θέματος, που έως πρότινος ανήκε στα εθνικά ταμπού στην Τουρκία σε ένα νέο ακροατήριο, που περιελάμβανε πλέον και τη νέα αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης που ψυχολογικά αισθάνεται κοντά στην Ευρώπη, ήταν μία τομή όχι μόνο για την Τουρκία αλλά φυσικά και για την Ελλάδα.
Η ταινία «Πληγές του Φθινοπώρου» βασίστηκε στο μυθιστόρημα του λογοτέχνη και πολιτικού Γιλμάζ Καρακογιουνλού, γραμμένο τη δεκαετία του 1990, πρωτοποριακό δηλαδή ως θεματολογία για μια εποχή ανέτοιμη, ίσως, να δεχθεί μία τέτοια προσέγγιση (ο συγγραφέας ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Σεπτεμβριανών). Παρότι λογοτεχνικά και κινηματογραφικά, οι «Πληγές του Φθινοπώρου» δεν θα μείνουν κλασικά έργα (όπως επέτυχε η «Πολίτικη Κουζίνα» που διευρύνει την αισθαντική και φιλοσοφημένη ματιά της πέρα από τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία που διαχειρίζεται) αποτελούν αντικείμενα ενδιαφέροντος και μελέτης διότι η κοινωνική τους επίδραση ήταν σύνθετη και ενδιαφέρουσα.
Η νέα κοινωνία
Για τον μέσο Τούρκο που επιθυμεί να δει την πατρίδα του να προοδεύει και να λύνει κόμπους του παρελθόντος, το θέμα της εξόδου των αστικών μη – μουσουλμανικών τάξεων από τη χώρα είναι ζήτημα σύνθετο όσο και τραυματικό. Η παρουσία των Ρωμηών και των λοιπών μη-τουρκικών κοινοτήτων αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό για να κατανοήσει κανείς την παλιά (και την όχι και τόσο παλιά) Κωνσταντινινούπολη και χιλιάδες σύγχρονοι Τούρκοι έχουν ακούσει διηγήσεις από τους γονείς και τους παππούδες τους. Υπάρχει ένα κενό. Οχι μνήμης αλλά εξέλιξης. Η σημερινή Κωνσταντινούπόλη με τα πολλά εκατομμύρια κατοίκους και τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες είναι ένα αστικό μόρφωμα που δεν έχει καμία σχέση με την Πόλη του 1955. Παρομοίως και η Αθήνα. Η ταχύτατη αυτή εξέλιξη στην τουρκική κοινωνία και παρά την μεγάλη πρόοδο της αστικής τάξης (αλλά ίσως και εξ αιτίας αυτής) έχει δημιουργήσει συναισθηματικό «χώρο» για να καλλιεργηθεί η νοσταλγία (και η μεταμέλεια) για την έξοδο των Ρωμηών, όταν η Πόλη κατά τους Τούρκους ήταν πιο «κοσμοπολίτικη», όταν η Πόλη ήταν περισσότερο «Πόλη». Δύσκολο να αποφασίσει κανείς για τις αποχρώσεις μίας τός προσωπικής και οπωσδήποτε ρευστής τοποθέτησης. Είναι ασφαλές όμως να ειπωθεί ότι ο κινηματογράφος, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην Ιστορία, συνέβαλε πολύ σημαντικά στο ξεπέρασμα ενός ταμπού.
Είναι σαν να έφυγε ένα βάρος από τα στήθη, αφού το «μυστικό» ειπώθηκε με λόγια και εικόνες. Ασχετο αν πολλά μένουν απέξω. Σημασία έχει ότι έγινε η αρχή και νέες γενιές έρχονται με ανοικτά ερωτήματα. Η λήθη δεν είναι οδηγός.

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Εμίλ Ζάτοπεκ, δρόμος αντοχής και πολιτική

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19-03-10


ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΙΒΛΙΟ. Λίγες φορές έχει κανείς την ευκαιρία να διαβάσει ένα σύντομο βιβλίο, όπως είναι ο «Δρόμος αντοχής» του Jean Echenoz, και να νιώθει ότι έχει γίνει μάρτυρας μιας «τοιχογραφίας». Ο Γάλλος συγγραφέας Jean Echenoz (γεν. 1947) έχει ως θέμα τον θρυλικό δρομέα Εμίλ Ζάτοπεκ (1922-2000), τη δόξα της Τσεχοσλοβακίας, χρυσό ολυμπιονίκη στο Ελσίνκι το 1952, και έναν άνθρωπο που δίνει ερεθίσματα για περαιτέρω σκέψεις.

Αυτό που επιτυγχάνει ο Echenoz (ωραία μεταφρασμένος από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, στις πάντα υψηλού επιπέδου εκδόσεις Πόλις) είναι να δώσει ένα νεο-μοντέρνο είδος βιογραφίας, στα όρια της παρατήρησης, του σχολίου, της ειρωνείας, του ρεπορτάζ και του πολιτικού σχολίου. Τον Ζάτοπεκ τον συμπαθεί ή τον παρατηρεί ψυχρά; Πάντως, δεν τον παρουσιάζει ήρωα ούτε θύμα. Τον δίνει «ωμό», ακατέργαστο ενίοτε, ως έναν άνθρωπο που παθιάστηκε με τους δρόμους αντοχής, που ναρκισσεύτηκε με τη δύναμη της υπεροχής του, στεγνό από άλλους χυμούς, λιοντάρι των σταδίων, εργαλείο του καθεστώτος, κατά σύμπτωση αντιστασιακό, κατά λάθος θύμα, βαθιά α-πολιτικό στην πιο σκοτεινή περίοδο της Τσεχοσλοβακίας, από τη γερμανική εισβολή του 1938 ώς τη σοβιετική καταστολή του 1968. O Ζάτοπεκ, όπως τον παρουσιάζει ο Echenoz, είχε μεγάλη προσήλωση στον σκοπό του και στη δεκαετία του ’50 έγινε θέλοντας και μη πρότυπο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οταν υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις Ντούμπτσεκ στάλθηκε σε ορυχεία και έγινε οδοκαθαριστής. Η πορεία του -άθελά του- γελοιοποίησε ένα καθεστώς. Ο Echenoz μάς δίνει μια βιογραφία, με το δικό του στυλ, που είναι όμως λογοτεχνία.

Jean Echenoz, «Δρόμος αντοχής». Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 162.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Mπορεί η Αθήνα να γίνει μία πόλη φιλική για τους επισκέπτες της;

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 05-06-10

Η ελληνική πρωτεύουσα έχει άμεση ανάγκη από ρεαλισμό για αλλαγή πλεύσης

Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Διακοπές στην Αθήνα. Ως Ελληνας και κάτοικος αυτής της πόλης, συχνά θαυμάζω το κουράγιο των ξένων επισκεπτών της. Ιδίως όσων τυχαίνει στη διάρκεια της διαμονής τους στην ελληνική πρωτεύουσα να πέσουν πάνω σε καύσωνα ή σε απεργίες. Επίσης, συμπαρίσταμαι ηθικά σε όσους έκλεισαν δωμάτιο στην «καρδιά της Αθήνας», όπως χωρίς αιδώ διαφημίζονται οι ξενοδόχοι στο Μεταξουργείο και στην Πλατεία Βάθης.

Παρά τις γνωστές σε όλους δυσκολίες που έχει η Αθήνα να πλασαριστεί σε μία καλή θέση ως ανταγωνιστική πόλη διεθνώς, υπάρχουν μέτρα που αν ληφθούν, θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τη θέση της. Η καθιέρωση του θερινού ωραρίου στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους (8 π. μ. - 8 μ. μ.) ήταν πολύ θετική εξέλιξη, αλλά φυσικά δεν αρκεί. Ο επισκέπτης στην Αθήνα έχει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να βασίζεται σε ένα κανονικό πλαίσιο λειτουργίας της πόλης, αφού τα περισσότερα πράγματα τελούν υπό αίρεση. Η καλή διαμονή χρειάζεται και αρκετή τύχη.

Από προσωπική εμπειρία μεταφέρω την αίσθηση που αποκόμισα από κυριακάτικη βόλτα στην οδό Αδριανού και την Αποστόλου Παύλου, σε ένα από τα ελάχιστα μέρη της Αθήνας που είναι ας πούμε όμορφα. Δεινοπάθησα. Ενα ατέλειωτο παζάρι, μικροπωλητές, παπατζήδες, μηχανάκια, βρώμα, κουρελαρία, οπτική και ηχητική όχληση. Δεν έβλεπα την ώρα να αποδράσω. Και ήμουν στη βιτρίνα της Αθήνας. Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν;

Πολλά. Να καθαρίσει η πόλη από το παρεμπόριο και να ευπρεπιστεί. Αυτά είναι τα «εύκολα». Γιατί τα δύσκολα είναι η αντιμετώπιση της οικιστικής βαρβαρότητας, που την αντιλαμβάνεσαι παντού. Είναι η διάχυση έργων τέχνης και σημείων αναφοράς στην πόλη, αλλά και το δυσκολότερο έργο περιφρούρησής τους από βανδαλισμούς. Είναι η αισχροκέρδεια και οι υπηρεσίες που προσφέρουν τα περισσότερα ταξί. Γνωστά πράγματα, δηλαδή. Αφού όμως είναι γνωστά, γιατί δεν λαμβάνονται αυστηρά μέτρα, η τήρηση των οποίων είναι προς όφελος του συνόλου;

Εδώ είναι το αιώνιο, αναπάντητο ερώτημα στην Ελλάδα. Αφού υπάρχει η διεθνής εμπειρία, αφού υπάρχουν άνθρωποι με γνώση και εμπειρία, γιατί έχουμε επιτρέψει η πρωτεύουσά μας να είναι αυτή που είναι; Εχουμε την πρόκληση να αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Βασίλης Παπαβασιλείου, συναυλίες σε Σύρο, Τσεχία και Βερολίνο


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27-08-10


ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΟΛΙΣΤ. Πολλά και σημαντικά ονόματα περνούν φέτος από τη Σύρο για το Φεστιβάλ Κυκλάδων, που ολοκληρώνεται αύριο διανύοντας τον έκτο χρόνο της ζωής του. Η Θερινή Ακαδημία, που λειτούργησε παράλληλα με το πρόγραμμα συναυλιών, έφερε και φέτος (όπως και πέρυσι) σπουδαίους δασκάλους που δίδαξαν σε master classes βιολιού, τσέλου, κοντραμπάσου, φαγκότου και κόρνου. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, από τους πιο διακεκριμένους μας σολίστ στο κοντραμπάσο, δίδαξε επίσης μαζί με τον Thierry Barbe, πρώτο κοντραμπάσο στην Οπερα των Παρισίων και απόψε συμμετέχει στη συναυλία «The serious stuff» με συμμετοχή εκλεκτών σολίστ. Η συναυλία, στο θέατρο «Απόλλων» της Ερμούπολης δίνεται λίγες εβδομάδες πριν από τη συμμετοχή του Βασίλη Παπαβασιλείου σε δύο από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις κοντραμπάσου διεθνώς: στο Μπρνο της Τσεχίας στις 26 Σεπτεμβρίου και στο Βερολίνο, όπου θα διδάξει στα εκεί master classes και θα δώσει ρεσιτάλ επιχειρώντας για πρώτη φορά να μεταφέρει τη σονάτα για βιολί «Η Ανοιξη» του Μπετόβεν στο κοντραμπάσο.

Το κοντραμπάσο

«Είναι μια ρηξικέλευθη επιλογή με διπλό στόχο», λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. «Από τη μια να φέρει τον εκτελεστή σε επαφή με ένα έργο ύψιστης αρτιότητας και αισθητικής, αφού το ρεπερτόριο του κοντραμπάσου, αν και προικισμένο με θαυμάσια έργα, στερήθηκε τη δωρεά των μεγάλων. Από την άλλη, αποτελεί ώθηση προς ένα τελειότερο τεχνικό οπλοστάσιο. Υπενθυμίζω ότι το κοντραμπάσο με μια επιπλέον ψηλότερη χορδή, είναι πια πραγματικότητα. Το άκουσμα παραπέμπει σ’ ένα βαρύτονο όργανο, περίπου στην περιοχή του τσέλου, που συχνά τοποθετείται ανάμεσα στο αριστερό και δεξί χέρι του πιάνου. Η τονικότητα παραμένει η αυθεντική».