Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Η ερμηνεία μιας λέξης


Ο τεχνητός όρος «παγκοσμιοποίηση» είναι ίσως μία από τις πιο κακόηχες, ίσως και άκομψες, νέες λέξεις που έχουν εισβάλει στην καθημερινή γλώσσα. Ολοι αναφέρονται σε αυτήν, όπως άλλοτε στον «ψυχρό πόλεμο» ή στην ανασυγκρότηση, αλλά ο καθένας αισθάνεται ελεύθερος να δίνει και να υποστηρίζει τη δική του ερμηνεία. Ισως να είναι και αυτό ένα σύμπτωμα της... παγκοσμιοποίησης. Δεν είμαι βέβαιος αν έχω μία σταθερή, δική μου, ερμηνεία της «παγκοσμιοποίησης», γιατί συχνά αισθάνεται κανείς ότι όλα μπορούν να είναι «παγκοσμιοποιημένα», την ίδια ώρα που όλα είναι υπό αναίρεση.

Πνεύμα εποχής θα έλεγε κάποιος και ίσως να είχε δίκιο, με τη διαφορά ότι σήμερα η «δική μας» μεταβατική εποχή βιώνεται απολύτως συνειδητά, γεγονός που αφαιρεί από τη γοητεία της, αλλά προσδίδει σε ουσία. Είμαστε πολίτες σε καιρούς παγκοσμιοποίησης, μπορούμε να το λέμε και να το χαιρόμαστε, πράγμα που δεν μπορεί να πει κανείς για τους πολίτες της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης. Δεν φαντάζομαι κανένα Αγγλο στο Γιορκ του 1815 (πόσο μάλλον έναν Οθωμανό υπήκοο την ίδια εποχή κάπου στα Βαλκάνια) να προβληματίζεται για τις αλλαγές στον διεθνή χάρτη των συστημάτων. Τις αλλαγές τις ένιωθε μέσα από τη δική του εμπειρία στις καθημερινές συναλλαγές αλλά πιθανώς να μην μπορούσε ή να μη θεωρούσε αναγκαίο να τις συσχετίσει σε ένα πλέγμα πλατιάς κοινωνικής πλατφόρμας.

Εκεί υπάρχει μια διαφορά με το παρελθόν. Ο νέος κόσμος που γεννήθηκε μετά το 1989 έγινε αντικείμενο πολλαπλών προσεγγίσεων. Αναλυτές είπαν πως το 1989 είναι εφάμιλλο σε σημασία με το 1789, άλλοι είπαν πως είναι ακόμη πιο σημαντικό, ενώ άλλοι θέλησαν να προσγειώσουν τη ματιά τους στα τελευταία 50 χρόνια. Ολοι όμως, μαζί τους κι εμείς, κι εσείς, συμφωνούμε πως αν σκεφτεί κανείς τη ζωή το 1985 και τη ζωή το 2001 θα διαπιστώσει μια τεράστια αλλαγή. Δεν έχει να κάνει μόνο με το κινητό τηλέφωνο ή με το Ιντερνετ, αν και αυτές οι δύο εξελίξεις είναι σύμπτωμα και μοχλός ταυτόχρονα της νέας ιδέας που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του.

Η Γένοβα γίνεται αίφνης το νέο θέατρο του νέου ειρηνικού πολέμου. Αν ζούσαμε τον 16ο αιώνα και είχαμε τη δική μας «Γένοβα» θα παλεύαμε για τα χριστιανικά δόγματα, θα εκσφενδονίζαμε καρότα και σάπιες τομάτες, διαμαρτυρόμενοι επί της ουσίας (δίχως να το ξέρουμε) για τους νέους δρόμους του εμπορίου. Σήμερα, οι διαμαρτυρίες στη Γένοβα γίνονται εναντίον ενός απρόσωπου «εχθρού».

Εχουν γραφτεί και αναλυθεί όλα αυτά και ίσως είναι κουραστικό αν όχι συμβατικό να επαναληφθούν. Νιώθει όμως κανείς ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τείχη. Ισως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου να απογοήτευσε κάποιους που νιώθουν ασφαλείς να ζουν σε λαβύρινθους δίχως έξοδο παρά να πλέουν σε ωκεανούς. Στον λαβύρινθο, οι κατάρες πέφτουν πάντα στον σχεδιαστή αυτού του «βασανιστηρίου», στον ωκεανό καταριέται κανείς τον Θεό και την καταιγίδα.

Ο νέος τύπος ανθρώπου που αναδεικνύεται στην εποχή μας έχει πολλά και δύσκολα καθήκοντα απέναντι στον εαυτό του. Πρέπει να μορφωθεί πιο πολύ από τους προγόνους του και να υποστηρίξει την ατομικότητά του σε ένα τυποποιημένο σύστημα. Kαθόλου εύκολο. Η διάσταση της εικόνας που έχει κανείς για τον εαυτό του, γιγαντιαία και μικροσκοπική ταυτόχρονα κι ανάλογα την οπτική, είναι καθοριστική για την προσωπική ανάπτυξη. Αν η παγκοσμιοποίηση έφερε ένα καλό (και σίγουρα έφερε πολλά καλά ανάμεσα σε άλλα λιγότερο καλά) είναι η δυνατότητα να είσαι ο εαυτός σου. Χρειάζεται όμως σθένος και ψυχικό απόθεμα να αντέξεις το ίδιο σου το βάρος. Εύκολο να κρυφτείς πίσω από τη σημαία τής «συλλογικότητας». Οταν φυσήξει όμως, αποκαλύπτεται το πρόσωπό σου στον ουρανό.

"Καθημερινή", 21 Ιουλίου 2001

Στο χείλος της Ευρώπης


Η προοπτική που διανοίγεται για τα Μεσόγεια ως το νέο κέντρο οικοδομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας της Αττικής είναι άμεση και όπως φαίνεται οριστική. Την περασμένη, μόλις, Kυριακή, καθ' οδόν προς τη Βραυρώνα (από τους ωραιότερους αρχαιολογικούς χώρους - ανάμεσα και αυτός σε... σκουπίδια), η εντύπωση που έδιναν οι κάμποι των Μεσογείων, μέσα στον θολό ορίζοντα, ήταν αυτή της αναμονής.

Η στροφή ολόκληρης της περιοχής γύρω από τα Σπάτα και την Παλλήνη προς μία περισσότερο αστικοποιημένη εκδοχή των καθημερινών συναλλαγών είναι έκδηλη. Kαταστήματα τραπεζών, ογκώδεις πολυκατοικίες, νέοι δρόμοι και παρακάμψεις, κεραμοσκεπείς επαύλεις συνθέτουν μια εικόνα αναβρασμού. Παρά την προοπτική της οικονομικής ευημερίας, τα Μεσόγεια του 2001 είναι μία περιοχή που παίρνει μηδέν στο μάθημα της αισθητικής σαν να πρόκειται για ένα δευτερεύον μέλημα.

Η κεντρική εμπορική οδός της Παλλήνης, π.χ, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο βάρβαρες της Αττικής. Οι επιγραφές των καταστημάτων είναι τόσο πυκνές και επιθετικές, ώστε όχι μόνο καλύπτουν τις προσόψεις σε μεγάλο βαθμό αλλά καταλύουν τον στοιχειώδη διαχωρισμό λειτουργιών, ανάμεσα στο οδόστρωμα, το πεζοδρόμιο και τον δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο. Αυτός ο ευτελισμός του περιβάλλοντος (που ενδέχεται για ορισμένους να είναι συνώνυμος της ευρωστίας των ιδιωτών) εκφράζεται συμβολικά από ένα συγκεκριμένο κτίριο. Νεόδμητο και πολυώροφο είναι κατά τη γνώμη μου ένα αξιοθέατο της Παλλήνης. Αξίζει να το δείτε. Βρίσκεται επί του κεντρικού δρόμου. Είναι «νεοκλασικό», με αισθητική λοταρίας σε λούνα παρκ, και στη «στέψη» φέρει δύο «αρχαιοελληνικά» αγάλματα. Είναι το έμβλημα της «Ελλάδας» που με αυθάδεια κερδίζει έδαφος και αποκλίνει από την Ευρώπη.

Ολόγυρα από τους οικισμούς των Μεσογείων (που χωρίς εξαίρεση είναι όλοι αισθητικά εκβαρβαρισμένοι) η φύση αγκομαχά. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι πολλοί από τους αμπελώνες και τους ελαιώνες θα οικοδομηθούν στο άμεσο μέλλον αλλά η εντύπωση που κυριαρχεί είναι αυτή της κουρασμένης γης. Είναι έκδηλη η απουσία σχεδιασμού στη δενδροφύτευση και στην προστασία της χλωρίδας. Ακόμη και γύρω από το αεροδρόμιο βλέπει κανείς εκτάσεις κακοποιημένες, κατάξερες και λεηλατημένες από επιγραφές άτεχνες και ασεβείς στο περιβάλλον. Το «2004» προβάλλει ως πανάκεια αλλά ανεξάρτητα από τις έντεχνες παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής είναι φανερό ότι η ουσιαστική αγάπη προς τη φύση (και την Αττική) δεν έχει ιεραρχηθεί. Η φύση των Μεσογείων βρίσκεται σε πολύ κακή στιγμή. Αναμένουμε να δούμε εμπράκτως την προστασία και την ανάδειξή της. Εκεί θα κριθούμε.

"Καθημερινή", 10 Ιουλίου 2001

Η Ελλάδα του Φρεντ Μπουασονά


Για πρώτη φορά, ένα σημαντικό τμήμα των Αρχείων του από τα ταξίδια στην Ελλάδα παρουσιάζεται αυτήν την περίοδο από τη Ριζάρειο


Η σχέση του Φρεντ Μπουασονά (1858-1946) με την Ελλάδα γεννήθηκε από μία πρόταση του Σκωτσέζου λόρδου Νάπιερ, ο οποίος του παρήγγειλε να φωτογραφήσει τον Παρνασσό εντυπωσιασμένος από τις αλπικές φωτογραφίες που είχε ήδη τραβήξει ο Ελβετός φωτογράφος. Στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, ο Φρεντ Μπουασονά είχε γίνει διάσημος για τις φωτογραφίες του στο Λευκό Ορος, με τις οποίες παρουσίασε την ορθοχρωματική πλάκα. Ηταν μία καινοτομία. Χάρη σ' αυτήν, μπορούσε να ξεχωρίσει το λευκό (του χιονιού) από το κυανούν (του ουρανού), μπορούσε δηλαδή να «ξακρίσει» τις κορυφογραμμές χωρίς ρετουσάρισμα. Αυτή η σπουδαία στιγμή στην ιστορία της φωτογραφικής τεχνολογίας, που σημειώθηκε συμβολικά μέσα στην αισθητική εμμονή του «αλπινισμού», που ήταν της μόδας γύρω στα 1890, άνοιξε περιέργως την πόρτα για την Ελλάδα και τον μυστικιστικό εξωτισμό της Εγγύς Ανατολής. Αυτόν, που ο Μπουασονά ανέτρεψε με μια ιδιότυπη μοντερνιστική ματιά.

6.000 λήψεις

Οι φωτογραφίες των Αλπεων μπορεί να του άνοιξαν τον δρόμο για τον γύρο της κλασικής Ελλάδας, αλλά ο ίδιος ο Μπουασονά ήταν ήδη συγκινησιακά, ιδεολογικά και αισθητικά κοινωνός της ελληνικής ιδέας, εξιδανικευμένης, φυσικά, μέσα στους κόλπους του πατροπαράδοτου ελβετικού φιλελληνισμού. Σήμερα, οι περίπου 6.000 ελληνικές φωτογραφίες του Φρεντ Μπουασονά (μέρος ενός αρχείου 150.000 λήψεων) έχουν μυθοποιήσει τα ταξίδια του στην Ελλάδα ανάμεσα στο 1903 και το 1928.

Αποσπασματικά το έργο του είναι γνωστό στο ελληνικό κοινό, το όνομά του είναι συνδεδεμένο με την προ-βιομηχανική Ελλάδα, με την πρωτόγονη αστική κοινωνία και την επιβίωση του παγανιστικού ιδεαλισμού στις νεο-βυζαντινές κοινότητες. Αυτό το όνειρο-χίμαιρα, που έθρεψε την εικόνα της νεότερης Ελλάδας, συνδέεται εμμέσως με τα ταξίδια του Μπουασονά (και του συνοδοιπόρου του Ντανιέλ Μπω-Μποβί) καθώς και με το «προσκύνημά» του (θυμίζοντας τις διαδρομές των περιηγητών), αλλά η ματιά του Μπουασονά στην Ελλάδα αδικείται από μια τέτοια φορμαλιστική, «εύκολη» και εν πολλοίς στερεότυπη ερμηνεία.

Για πρώτη φορά, ένα σημαντικό τμήμα των Αρχείων του Μπουασονά από τα ταξίδια στην Ελλάδα παρουσιάζεται αυτήν την περίοδο από την ιστορική Ριζάρειο. Είναι η έκθεση «Εικόνες της Ελλάδας» που εγκαινιάζεται σήμερα παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Kων. Στεφανόπουλου, στην Ηπειρο, στο Ριζάρειο Εκθεσιακό Kέντρο Μονοδενδρίου Ζαγορίου.

Αυτήν την έκθεση οργάνωσε με μεγάλη σχολαστικότητα και φροντίδα το Ριζάρειο Ιδρυμα (με τη συνεργασία του πρακτορείου «Απειρον») παρουσιάζοντας για πρώτη φορά περίπου 130 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων από το Αρχείο Boissonnas της Γενεύης, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο Gad Borel, φωτογράφος ο ίδιος και καθηγητής στο Kολέγιο της Γενεύης.

Μαζί με την έκθεση θα κυκλοφορήσει και ένα βιβλίο τέχνης αφιερωμένο στον Φρεντ Μπουασονά, η πρώτη ουσιαστικά μονογραφία στην ελληνική γλώσσα. Είναι από τις σπάνιες φορές μια τόσο πολυσήμαντη έκθεση να παρουσιάζεται σε ένα χώρο της περιφέρειας, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία: το φθινόπωρο θα μεταφερθεί στο Μουσείο Μπενάκη, ενώ ανάμεσα σε άλλους εκθεσιακούς χώρους που θα ακολουθήσουν συγκαταλέγεται και το Ωνάσειο Ιδρυμα της Νέας Υόρκης.

Μοναδικά τοπία

Ο Φρεντ Μπουασονά υπήρξε από τους ελάχιστους ξένους φωτογράφους που έστρεψα τον φακό τους σε όλες τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας. Φωτογράφισε τη φύση, τα μοναδικά τοπία της Παρνασσίδας αλλά και της Μακεδονίας και του Αιγαίου, τα αρχαία μνημεία, την αστική ζωή της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ανεκτίμητες οι σκηνές δρόμου από την Αθήνα του 1919 όπως και οι εξαιρετικά δραματικές λήψεις της ζωής στην ύπαιθρο.

Πολλά από τα ομαδικά πορτρέτα Ελλήνων αναδύουν μία αιφνιδιαστική νεωτερικότητα καθώς σε πολλές περιπτώσεις στέκουν αδιάφορα σε ιδεολογικούς και συναισθηματικούς συσχετισμούς, ανοίγοντας τον δρόμο για μία νέα ερμηνεία του ελληνικού τόπου. Δραματικές οι λήψεις του Παρθενώνα, με τα λιμνάζοντα ύδατα της καταιγίδας, την οποία ο φακός του Μπουασονά περίμενε με αγωνία για να ανατρέψει τη στερεότυπη εικόνα μιας Ελλάδας που διαλύεται στο λιοπύρι.

Η έκθεση στο Μονοδένδρι, στο εκθεσιακό κέντρο που στεγάζεται από πέρυσι σε ένα θαυμάσια αποκατεστημένο ηπειρώτικο αρχοντικό (με συγχρηματοδότηση του διασυνοριακού προγράμματος INTERREG ΙΙ και του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος»), συνεχίζει μια παράδοση ανάδειξης της φωτογραφικής τέχνης. Εκεί, μέσα στις φυλλωσιές της ηπειρώτικης φύσης, είχε παρουσιαστεί η έκθεση «Α Greek Portfolio» του Kωνσταντίνου Μάνου και η έκθεση «Ζαγορισίων Βίος», με εξαίρετα ντοκουμέντα της περιόδου 1890-1950.

Σε αυτόν τον νεότευκτο χώρο που έχει ήδη δηλώσει με σαφήνεια τον προσανατολισμό του και τις υψηλές επιλογές του, έρχεται τώρα η τέχνη του Φρεντ Μπουασονά να εκτεθεί στα νέα βλέμματα, στους νέους συσχετισμούς, στις νέες ερμηνείες που ζητάει ο 21ος αιώνας. Αναδύεται, αίφνης ο Μπουασονά, ο αισθητής των 1903, ως ένας λεπταίσθητος νεωτεριστής, πιο μπροστά ίσως από τη συμβατική, τουλάχιστον, ερμηνεία της φωτογραφικής εικόνας της εποχής του.

Από... τζάκι

Για να καταλάβει κανείς τον Φρεντ Μπουασονά είναι χρήσιμο να τον δει μέσα από το πρίσμα του περιβάλλοντός του. Είναι γόνος μιας φωτογραφικής δυναστείας. Οι Μπουασονά στράφηκαν στη φωτογραφία όταν η ωρολογοποιία είχε αντιμετωπίσει μια σοβαρή κρίση. Η φωτογραφία ήταν το επάγγελμα του μέλλοντος και στα 1860, ο πατέρας του Φρεντ Μπουασονά άνοιξε στη Γενεύη το πρώτο φωτογραφείο με την επωνυμία της οικογενείας, που στηρίζεται και από άλλα μέλη που κρατούν το όνομα Μπουασονά ώς το 1968.

Στη Γενεύη υπάρχει το γόνιμο έδαφος για τα φιλελληνικά αισθήματα. Θα θυμηθούμε τον Εϋνάρδο, τον τραπεζίτη, που στήριξε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και τα βήματα πολλών καλλιτεχνών που κατευθύνονταν στην Ελλάδα για να τη ζωγραφίσουν ή να τη φωτογραφίσουν. Πρόσφατη είναι η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη των δύο Ελβετών αρχαιολόγων, του Waldemar Deonna (1880-1959) και του Paul Collart (1902-1981), που φωτογράφισαν την Ελλάδα.

Ο Μπουασονά είναι γνωστός στη χώρα μας από τις ελληνικές διαδρομές του, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο πλούτος του αρχείου του είναι ανεξάντλητος. Προσωπικότητες από όλη την Ευρώπη έσπευδαν να φωτογραφηθούν από τον δεξιοτέχνη Ελβετό.

Ηταν ένα μεγάλο όνομα της φωτογραφικής τέχνης και ήδη από το 1900 είχε κερδίσει αρκετά μετάλλια στη Διεθνή Εκθεση των Παρισίων. Ανάμεσα στο Παρίσι, τη Γενεύη, τη Λυών και την Αγία Πετρόπολη, πόλεις όπου διατηρούσε κατά καιρούς στούντιο, είχε στήσει έναν διευρωπαϊκό άξονα δραστηριοτήτων. Αυτήν την προσωπικότητα είχε θελήσει να συναντήσει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που ως γνήσιος εκσυγχρονιστής είχε αντιληφθεί τη συμμετοχή της τέχνης και της αρχιτεκτονικής στην οικοδόμηση μιας σύγχρονης κοινωνίας.

Ο Βενιζέλος, που παρακολουθούσε τη διεθνή κίνηση στη φωτογραφία (είχε επισκεφθεί και τον οραματιστή Αλμπέρ Kαν, που οι φωτογραφίες των Αρχείων του για τη Θεσσαλονίκη παρουσιάζονται τώρα στο Μουσείο Μπενάκη), είχε διευκολύνει τα ταξίδια του Μπουασονά και είχε συμπεριλάβει αρκετές φωτογραφίες του στη φωτογραφική έκθεση για την τουριστική προβολή της Ελλάδας το 1919, στο Παρίσι αρχικά και μετέπειτα στις ΗΠΑ.

Ενα άλλο φιλόδοξο σχέδιο, η ανάθεση εκ μέρους του Βενιζέλου της παραγωγής βιβλίων τέχνης με θέμα τις «Νέες Χώρες», ποτέ δεν ολοκληρώθηκε λόγω της Μικρασιατικής Kαταστροφής. Είναι βέβαιο, όμως, ότι οι φωτογραφίες και τα λευκώματα του Μπουασονά είχαν συμβάλει στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα. Μια άλλη ματιά, λιγότερο απλοϊκή και περισσότερο απαιτητική, είχε αρχίσει να γεννιέται. Ο Μπουασονά είχε αναδειχθεί ατύπως σε έναν πρεσβευτή της σύγχρονης Ελλάδας.

"Καθημερινή", 8 Ιουλίου 2001

Τα κτίρια της νέας οικονομίας


Η αρχιτεκτονική μορφή του αθηναϊκού κέντρου μοιάζει να παγιώθηκε τη δεκαετία του '70 όταν ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμησή του, αλλά και σήμερα, 25 χρόνια μετά, η Αθήνα εξακολουθεί και θυμίζει εργοτάξιο. Δεν βλέπει βέβαια κανείς τα ατέλειωτα γιαπιά του '60, δεν βλέπει βουνά από ασβέστη σε κεντρικά πεζοδρόμια, ούτε κουρελιασμένες λινάτσες να κυματίζουν σαν τρύπια λάβαρα. Σήμερα, η έννοια του εργοταξίου είναι περισσότερο εσωστρεφής, αφού αφορά παρεμβάσεις στο εσωτερικό των κτιρίων. Τα καταστήματα, οι τράπεζες και τα γραφεία που εξαπλώνονται με ταχύτατους ρυθμούς πίσω από συχνά γερασμένες προσόψεις απηχούν την ιδιότυπη εκδοχή του σύγχρονου αθηναϊκού νεωτερισμού. Ο άνεμος της αλλαγής, που μας κάνει συχνά να βλέπουμε με άλλα μάτια μια πόλη, στην Αθήνα μοιάζει περισσότερο με άνεμο ανανέωσης και όχι δημιουργίας. Εκφράζει όμως την ανάγκη της νέας οικονομίας να διεκδικήσει χώρο μέσα στον οικείο, παρωχημένο, για πολλούς, ιστό της πρωτεύουσας.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αθηναϊκή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης στο αστικό τοπίο της Αθήνας είναι ένα δίκτυο υπηρεσιών που απλώνεται στη φυσική και εικονική πραγματικότητα. Οσο πιο πυκνό γίνεται το αόρατο και ορατό αυτό δίκτυο της παγκοσμιοποιημένης Αθήνας, τόσο πιο αχανής γίνεται η πόλη. Kαι όσο πιο αχανής γίνεται η Αθήνα, τόσο πιο μικρές είναι οι «αποστάσεις», αφού η πυκνότητα και ο όγκος των επαφών στη σύγχρονη μητρόπολη διεκδικούν αδιάκοπα χώρο με στόχο τη «σμίκρυνσή» του. Αυτά τα οξύμωρα σχήματα χαρακτηρίζουν τη νέα αθηναϊκή πραγματικότητα, μεταβάλλοντας ταυτόχρονα την ίδια τη φύση του χώρου. Η ηλεκτρονική επικοινωνία, που διευρύνει τον χώρο σε πλαίσια έξω από τα φυσικά του όρια, αλλάζει ταυτόχρονα και την αντίληψη του χρόνου. Η νέα, δηλαδή, ερμηνεία τόσο του χώρου όσο και του χρόνου στις χιλιάδες καθημερινές επαφές στη μητροπολητική Αθήνα τείνει να αλλάξει και την αρχιτεκτονική έκφραση της πόλης.

Είναι ακόμη νωρίς. Αλλά, ήδη, μπορεί κανείς να διακρίνει την παράλληλη συνύπαρξη δύο αντιλήψεων στην κτιριακή μορφή της πόλης. Υπάρχουν νέα κτίρια ή κτίρια υπό αποπεράτωση που πριν ακόμη γεννηθούν στο φως της πόλης είναι ήδη γερασμένα. Εκφράζουν δηλαδή το παλιό ήθος. Απηχούν το μεταπρατικό, μικροαστικό, τοπικιστικό και θνησιγενές ύφος που σφράγισε τις αθηναϊκές συνοικίες τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι κτίρια που είδαμε στην οδό Ακαδημίας, Ζ. Πηγής, Πανεπιστημίου, για να αναφέρουμε μόνο κεντρικούς δρόμους, και τα οποία διεκπεραιώνουν την αποστολή τους με τρόπο ρηχό και αδιάφορο. Μέσα, όμως, σε εσωτερικά παλιότερων κτιρίων, η νέα Αθήνα της ευέλικτης επικοινωνίας, η νέα Αθήνα που κοιτάει μπροστά, δημιουργεί τα περιβάλλοντα που παραπέμπουν στο αύριο. Η νέα Αθήνα έχει ξεκινήσει στο κέντρο της πόλης μέσα από καταστήματα, εμπορικά ή τραπεζικά, εστιατόρια, γραφεία, να διεκδικεί την παρουσία της. Είναι θέμα χρόνου, η νέα κοινωνία/οικονομία να απαιτήσει να εκπροσωπηθεί αρχιτεκτονικά με προσόψεις μεγάλης προβολής στην ίδια την πόλη. Υπάρχει το νέο μέγαρο που χτίζει η Εθνική Τράπεζα, Αιόλου και Σοφοκλέους. Αυτό το κτίριο, σχεδιασμένο από τις Ρένα Σακελλαρίου και Μόρφω Παπανικολάου, που προχωράει με γοργούς ρυθμούς, δείχνει να ξεχωρίζει γιατί έχει το θάρρος να διαφέρει και δείχνει να έχει επίγνωση του τι αναλαμβάνει να συμβολίσει στον αστικό περίγυρο. Ας πούμε ότι είναι ένα από τα πρώτα κτίρια της Αθήνας του 21ου αιώνα.

Kαι όλες αυτές οι αφανείς ή λιγότερο αφανείς διεργασίες, που αλλάζουν τον τρόπο ζωής μας πιο γρήγορα απ' ό,τι αντιλαμβανόμαστε, συνήθως αργούν να αποκτήσουν υλική υπόσταση. Αργούν δηλαδή να εκπροσωπηθούν αρχιτεκτονικά, γιατί πρέπει προηγουμένως να εκφραστούν ως κοινωνική τάση ευρείας κλίμακας. Για τον λόγο αυτόν, το κέντρο της Αθήνας διατηρώντας τις προσόψεις του παρελθόντος, «παγωμένο» αρχιτεκτονικά γύρω στο 1970-75, μοιάζει να σιγοβράζει εσωτερικά και δείχνει να είναι έτοιμο να αλλάξει σελίδα. Είναι θέμα χρόνου.

"Καθημερινή", 23 Ιουνίου 2001

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Ρέκβιεμ για τα παλιά αθηναϊκά σινεμά


Υπάρχει ένας κόσμος που αργοπεθαίνει δίπλα μας. Είναι οι συνοικιακοί κινηματογράφοι της Αθήνας, με τη συγκεκριμένη αισθητική που παγιώθηκε την εικοσαετία 1950-1970 και που ήδη από τη δεκαετία του '80 πολλοί θεωρούσαν ενοχλητικά παρωχημένη. Αρκετοί ήδη από αυτούς τους κινηματογράφους στα Πατήσια, στο Παγκράτι, στα Ιλίσια, στην Καλλιθέα, στου Ζωγράφου, στην Αχαρνών, ανήκουν στην ιστορία της πόλης, έχουν δηλαδή δια παντός εξοβελιστεί στο παρελθόν και μέρα με τη μέρα ξεθωριάζουν στη μνήμη. Υπάρχουν όμως και αίθουσες που συνεχίζουν, ελάχιστες όμως με τον παλαιωμένο εξοπλισμό και την παράδοξη εκείνη αισθητική που εκπροσωπούσαν συγκεκριμένα σχέδια, υφάσματα, χρωματα, μυρωδιές, συμπεριφορές.
Δεν ήταν όλα ρόδινα σε εκείνα τα σινεμά. Η ώρα έναρξης δεν ετηρείτο πιστά και οι τουαλέτες δεν ήταν ακριβώς απαστράπτουσες. Ο ήχος ήταν ενίοτε προβληματικός και για τα καθίσματα δεν ευνοοούσαν τον ύπνο όταν η ταινία έκανε κοιλιά. Η πλάτη του καθίσματος έπεφτε πιο χαμηλά από τον σβέρκο και η στάση του σώματος έπρεπε να αλλάζει συχνά. Σαίτες εκτοξεύονταν στην υφασμάτινη οθόνη και υπήρχαν φορές που η σκιά τους έπεφτε σαν χάδι στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Ηταν αυτονόητο ότι το άδειο σακουλάκι από τα τσιπς θα κυλούσε έρμαιο στο πλαστικό δάπεδο.
Σαν προϊστορικά ζώα
Οσες αίθουσες επιμένουν (ασφαλώς λόγω έλλειψης χρημάτων) να διασώζουν ταριχευμένη την κινηματογραφική εμπειρία παρελθόντων ετών, θυμίζουν προϊστορικά ζώρα σε ένα σύγχρονο ζωολογικό κήπο. Ο βρυχηθμός τους ακούγεται σαν βουβή δόνηση. Τα γιγαντιαία μούλτιπλεξ, που φύονται ως νέος τύπος καλλιέργειας ανά την Ελλάδα, τα σκιάζουν. Δύο αισθητικές, το ίδιο επαρχιακές ως ιδεολόγημα, ανταγωνίζονται σε έναν άνισο αγώνα. Η τυποποιημένη μαζική αισθητική των συνθετικών υλικών των πάσης φύσεως αστικών Village συνθλίβει τη μικροαστική χειροτεχνία του συνοικιακού σινεμά. Η αισθητική Planet Hollywood πιθανώς να συγκινεί λίγους αλλά προβάλλεται ακριβώς μέσα από ένα γενικότερο καταιγισμό μονοδιάστατης "ψυχαγωγίας".
Φανταστικό Μουσείο
Σε ένα φανταστικό μουσείο κινηματογράφου στην Αθήνα θα ζητούσε κανείς να δει την ανακατασκευή μιας τυπικής αίθουσας της πρωτεύουσας από αυτές που τραβούσαν τον κόσμο κατά κύματα την μεταπολεμική εποχή. Τα σινεμά αυτά προσέφεραν σπουδαίες ευπηρεσίες στο κοινό όχι μόνο πριν από την εποχή της τηλεόρασης, όταν συγκέντρωναν σύμπαντα τον πληθυσμό, αλλά και μετά, στη "δύσκολη" περίοδο για τα ταμεία. Η εποχή εκείνη είχε ως σύμβολα τις καδραρισμένες φωτογραφίες των αστέρων με την ποιότητα ενός πρωτόγονου έγχρωμου φιλμ, την βαριά μπλε, συνήθως, κουρτίνα λεπτοκεντημένη, ενίοτε, με αστεράκια, τις μουσικές βροντές που προειδοποιούσαν για την έναρξη του έργου και ασφαλώς την ταξιθέατρια με την μπλε ποδιά σαν μαθήτρια. Η ταξιθέτρια αξίζει ένα δικό της χώρο στο φανταστικό μουσείο κινηματογράφου. Η φυσιολογική απουσία της από τις σύγχρονες αίθουσες σηματοδοτεί τη στροφή προς τον πιο μοναχικό κόσμο της ευημερίας.

* Δημοσιεύτηκε στην ¨Καθημερινή", 6 Σεπτεμβρίου 2000.